Του Γιώργου Κυριακού από τη Ρήξη φ. 108
Σε
πολλά Γυμνάσια της χώρας, δόθηκαν σχεδόν πανομοιότυπα κείμενα προς τους
πρωτάρηδες μαθητές και τους γονείς τους, που προωθούσαν τη γερμανική
γλώσσα ως δεύτερη υποχρεωτική ξένη γλώσσα στο σχολικό πρόγραμμα.
Αντίστοιχα κυκλοφόρησαν και για τη γαλλική που είναι η πιο διαδομένη
μετά την αγγλική. Τα κείμενα ήταν αντιγραφές από κείμενα σχολικών
συμβούλων και ιδιωτικών φροντιστηρίων. Μια εύκολη αναζήτηση στο
διαδίκτυο απλά θα πείσει για του λόγου το αληθές.
Πίσω απ’ τη βιτρίνα της προώθησης των γλωσσών αυτών υποκρύπτεται η ανάθεση της ευθύνης διαφήμισης της δεύτερης υποχρεωτικής γλώσσας από τους ίδιους τους καθηγητές και τις καθηγήτριες, ως τμήμα της εργασίας τους. Πρόκειται για το αποτέλεσμα πιέσεων των σχολικών συμβούλων των μαθημάτων αυτών προκειμένου να «δημιουργηθούν τμήματα», να «στηριχτούν τμήματα» στο πλαίσιο ενός ανταγωνισμού για την επιβίωση του ιδιαίτερου κλάδου. Τα κείμενα όμως για την προώθηση της γερμανικής γλώσσας υπερέβαιναν τα εσκαμμένα, απηχώντας την αναγκαιότητα της προσαρμογής στη νέα γερμανική κατοχή που προωθεί συνολικά τις οικονομικές αλλαγές, επεμβαίνει πολιτικά και δραστηριοποιείται ποικιλοτρόπως σε πολλούς τομείς στη χώρα. Έτσι, το ζήτημα της γλώσσας έχει μια ιδιαίτερη σημασία αφού η εκμάθηση της γλώσσας του αφεντικού (κατά το master’s voice) είναι αυτή που δίνει και τις «ευκαιρίες». Ακόμα κι αν δεν αποδεικνύεται κάποια άμεση σχέση των γκαουλάιτερ του Φούχτελ με το θεσμό της εκπαίδευσης, μια επιχειρηματολογία γερμανικού καρότου φαίνεται να κερδίζει έδαφος. Ο θεσμός της εκπαίδευσης υποδεικνύεται σημαντικός για την προώθηση αλλαγών που θα επεκτείνουν την υποτέλεια της χώρας.
Τι έπρεπε να μάθουν τα πρωτάκια των γυμνασίων για τη γερμανική γλώσσα;
Δίνοντας
κατ’ αρχήν πληροφορίες για τον πληθυσμό των γερμανόφωνων τουριστών που
επισκέπτονται τη χώρα, προσδιορίζοντάς το, ψευδώς, στο 40%, αναφέροντας
ότι «ταξιδεύουν πολύ και ξοδεύουν περισσότερα χρήματα σε σχέση με
τουρίστες άλλων χωρών», ότι «απολαμβάνουν ιδιαίτερα την εξυπηρέτηση από
γερμανόφωνο προσωπικό και γερμανόφωνους ξεναγούς» δίνουν τις βασικές
κατευθύνσεις ενός επαγγελματικού προσανατολισμού στον τουρισμό.
Κοντολογίς: είμαστε χώρα τουριστική, (αν μείνετε εδώ) σ’ αυτόν θα
εργαστείτε, οι μισοί τουρίστες μιλούν γερμανικά, αυτούς θα
(εξ)υπηρετείτε. Μάθετε γερμανικά.
Η συνέχεια των κειμένων είναι πιο τραγική, αφού σε πρωτάκια που βρίσκονται στην προεφηβεία, απευθύνονται με τη στυγνή γλώσσα της οικονομίας, γράφοντας για τον «συνολικό τζίρο συναλλαγών» της Γερμανίας που ισούται με τον αντίστοιχο όλων των χωρών της ΕΕ. Σε μια ηλικία των 12-13 χρόνων μιλούν για «τζίρο», «συναλλαγές», «επενδύσεις». Αμούστακα παιδιά, με τον καιρό, ενσωματώνουν αντιλήψεις για την κερδοφόρα οικονομία και τις ευκαιρίες που η κυρία Μέρκελ έταξε στον συνοδό της Αντώνη Σαμαρά, όταν επισκέφτηκε την ελλαδική της επικράτεια.
Το τρίτο επιχείρημα αποτελεί συνέχεια του βασικού επιχειρήματος των κυβερνήσεων του τέλους της προηγούμενης χιλιετίας, πως «όποιος δεν γνωρίζει ΗΥ το 2000, θα είναι αγράμματος». Το κείμενο αναφέρει ότι «η γερμανική γλώσσα κατέχει μετά την αγγλική, τη δεύτερη θέση σε αριθμό ιστοσελίδων στο ίντερνετ». Άρα η εγγραμματοσύνη, πλέον, έχει αποκτήσει ένα επιπλέον κριτήριο: τη γνώση της Γερμανικής.
Πιο κάτω αναφέροντας για τις ειδικές βίζες σπουδών, για προγράμματα ανταλλαγών, για τις εξελίξεις στην επιστήμη και στην έρευνα στη Γερμανία, προωθούν «τα γερμανικά πανεπιστήμια» που «θεωρούνται από τα καλύτερα στον κόσμο και αποτελούν μια από τις πρώτες επιλογές Ελλήνων μαθητών για σπουδές και μεταπτυχιακά ενώ σπούδασαν πολλοί επιφανείς Έλληνες πολιτικοί, επιστήμονες και καλλιτέχνες». Χωρίς να επεξηγούν για ποιες γενιές επιφανών ομιλούν (για τη γενιά του ’20 όπως ο παιδαγωγός Μίλτος Κουντουράς; για τις νέες γενιές πολιτικών που προωθούν τις επενδύσεις Φούχτελ;) προτείνουν ανενδοίαστα για σπουδές στη Γερμανία. Η προσκόλληση στον παρασιτικό χαρακτήρα της μεταπολεμικής πολιτικής και οικονομίας φαίνεται ότι αποτελεί αξίωμα: γκαρσόνι στην Ελλάδα ή μετανάστης στη Γερμανία;
Τέλος, όλα όσα θα μπορούσε να εξηγήσει κάποιος σε ένα μικρό παιδί για τον πολιτισμό της Γερμανίας, για την ομορφιά της γλώσσας, για τα κοινά μεταξύ ελληνικών και γερμανικών, για τη γλώσσα της νεωτερικής φιλοσοφίας, για την επικοινωνία, για τη λατρεία των ταξιδιών, αναφέρονται στο τέλος των κειμένων. Ένας 12ετής δεν πρέπει να ονειρεύεται ταξίδια, κορίτσια, επισκέψεις σε μια άλλη χώρα, απόλαυση της λογοτεχνίας στη γλώσσα που αυτή έχει γραφτεί. Οφείλει να σκεφτεί το μέλλον του με βάση την τουριστική κίνηση σε γερμανόφωνους τουρίστες, με βάση τον συνολικό τζίρο συναλλαγών και επενδύσεων, με βάση την απαξίωση της χώρας του προς χάριν ενός γερμανικού πολυπολιτισμικού μέλλοντος. Οφείλει να σκεφτεί, από τώρα, το μέλλον του ως μετανάστης φοιτητής και εργαζόμενος στη Γερμανία ή ως γκαρσόνι, ξεναγός και γκρουμ ξενοδοχείου. Και στην καλύτερη περίπτωση εργαζόμενος σε γερμανικές επενδύσεις.
Η συνέχεια των κειμένων είναι πιο τραγική, αφού σε πρωτάκια που βρίσκονται στην προεφηβεία, απευθύνονται με τη στυγνή γλώσσα της οικονομίας, γράφοντας για τον «συνολικό τζίρο συναλλαγών» της Γερμανίας που ισούται με τον αντίστοιχο όλων των χωρών της ΕΕ. Σε μια ηλικία των 12-13 χρόνων μιλούν για «τζίρο», «συναλλαγές», «επενδύσεις». Αμούστακα παιδιά, με τον καιρό, ενσωματώνουν αντιλήψεις για την κερδοφόρα οικονομία και τις ευκαιρίες που η κυρία Μέρκελ έταξε στον συνοδό της Αντώνη Σαμαρά, όταν επισκέφτηκε την ελλαδική της επικράτεια.
Το τρίτο επιχείρημα αποτελεί συνέχεια του βασικού επιχειρήματος των κυβερνήσεων του τέλους της προηγούμενης χιλιετίας, πως «όποιος δεν γνωρίζει ΗΥ το 2000, θα είναι αγράμματος». Το κείμενο αναφέρει ότι «η γερμανική γλώσσα κατέχει μετά την αγγλική, τη δεύτερη θέση σε αριθμό ιστοσελίδων στο ίντερνετ». Άρα η εγγραμματοσύνη, πλέον, έχει αποκτήσει ένα επιπλέον κριτήριο: τη γνώση της Γερμανικής.
Πιο κάτω αναφέροντας για τις ειδικές βίζες σπουδών, για προγράμματα ανταλλαγών, για τις εξελίξεις στην επιστήμη και στην έρευνα στη Γερμανία, προωθούν «τα γερμανικά πανεπιστήμια» που «θεωρούνται από τα καλύτερα στον κόσμο και αποτελούν μια από τις πρώτες επιλογές Ελλήνων μαθητών για σπουδές και μεταπτυχιακά ενώ σπούδασαν πολλοί επιφανείς Έλληνες πολιτικοί, επιστήμονες και καλλιτέχνες». Χωρίς να επεξηγούν για ποιες γενιές επιφανών ομιλούν (για τη γενιά του ’20 όπως ο παιδαγωγός Μίλτος Κουντουράς; για τις νέες γενιές πολιτικών που προωθούν τις επενδύσεις Φούχτελ;) προτείνουν ανενδοίαστα για σπουδές στη Γερμανία. Η προσκόλληση στον παρασιτικό χαρακτήρα της μεταπολεμικής πολιτικής και οικονομίας φαίνεται ότι αποτελεί αξίωμα: γκαρσόνι στην Ελλάδα ή μετανάστης στη Γερμανία;
Τέλος, όλα όσα θα μπορούσε να εξηγήσει κάποιος σε ένα μικρό παιδί για τον πολιτισμό της Γερμανίας, για την ομορφιά της γλώσσας, για τα κοινά μεταξύ ελληνικών και γερμανικών, για τη γλώσσα της νεωτερικής φιλοσοφίας, για την επικοινωνία, για τη λατρεία των ταξιδιών, αναφέρονται στο τέλος των κειμένων. Ένας 12ετής δεν πρέπει να ονειρεύεται ταξίδια, κορίτσια, επισκέψεις σε μια άλλη χώρα, απόλαυση της λογοτεχνίας στη γλώσσα που αυτή έχει γραφτεί. Οφείλει να σκεφτεί το μέλλον του με βάση την τουριστική κίνηση σε γερμανόφωνους τουρίστες, με βάση τον συνολικό τζίρο συναλλαγών και επενδύσεων, με βάση την απαξίωση της χώρας του προς χάριν ενός γερμανικού πολυπολιτισμικού μέλλοντος. Οφείλει να σκεφτεί, από τώρα, το μέλλον του ως μετανάστης φοιτητής και εργαζόμενος στη Γερμανία ή ως γκαρσόνι, ξεναγός και γκρουμ ξενοδοχείου. Και στην καλύτερη περίπτωση εργαζόμενος σε γερμανικές επενδύσεις.
Η γελοιογραφία είναι του Γιάννη Ιωάννου από την προσωπική του ιστοσελίδα yannis-ioannou.com
ardin-rixi.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου