Τρίτη 15 Απριλίου 2014

"Ντουμπάι-Μακρόνησος"

Ο Σεργκέι τα είχε πατημένα τα σαράντα. Ήταν ψηλός, καλοβαλμένος, αθλητικός και λίγο αλλήθωρος. Πέρα από αυτό το ψεγάδι, τίποτα άλλο δεν είχες να του προσάψεις, αλλά η αλήθεια είναι ότι άμα τύχαιναν πάνω από τρεις στην παρέα του, ποτέ δεν μπορούσες να πεις με σιγουριά ποιον πραγματικά κοιτούσε, ο Σεργκέι, με εκείνα τα μεγάλα, κατάμαυρα, αλλήθωρα μάτια του. Η επιστήμη είχε σηκώσει τα χέρια ψηλά, το πρόβλημα ήταν αδιόρθωτο. 

Τον καιρό που άρχιζε η περεστρόικα και πλάκωνε η διαφάνεια τον υπαρκτό σοσιαλισμό, εκείνη την εποχή, ο πατέρας του Σεργκέι, ψυχίατρος στο επάγγελμα, σημαίνον μέλος της πολιτικής ζωής και της καθώς πρέπει  ιντελιτζέντσιας της Μόσχας, άρχισε να μαζεύει το "χαρτί". Οι εργάτες γελούσαν όταν τους έδιναν μετοχές του εργοστασίου που δούλευαν κι ευχαρίστως τις ξεφορτώνονταν με αντάλλαγμα ένα μπουκάλι σαμαγκόνκα. Τι να τα έκαναν τα εργοστάσια? Αυτά ήταν εκεί! Για πάντα. Νόμιζαν... 


Τη σαμαγκόνκα, αυτή τη σπιτική βότκα, την έφτιαχνε ο Ανατόλι Γκαβρίλοβιτς μαζί με το γιο του τον Σεργκέι, στην πίσω μεριά της ντάτσας του λίγο πιο έξω από τη Μόσχα. Αγόραζε τις πατάτες σε συμφέρουσες τιμές, φύτευε κι αυτός το δικό του ιδιωτικοποιημένο χωράφι, χήρος, είχε χάσει στη γέννα την Τερέζα Ιβάνοβα, δύσκολη ζωή, δυσκολότεροι οι καιροί. Όλοι ευχαριστημένοι, που λες! Κι οι εργάτες ευχαριστημένοι, που αργοπέθαιναν ευτυχισμένοι πίνοντας σαμαγκόνκα με αγγουράκι τουρσί κι ο Ανατόλι Γκαβρίλοβιτς, ευχαριστημένος κι αυτός που σιγά-σιγά γινόταν μεγαλομέτοχος πολλών εργοστασίων και δικτύων διανομής της μετασοβιετικής εποχής και της νέας Ρωσίας.

Πέρασαν το χρόνια, ο Σεργκέι δεν ήξερε τι είχε, όλα στο όνομά του Σεργκέι τα είχε ο γέρος γραμμένα από την αρχή. Σπουδαγμένος στα καλύτερα πανεπιστήμια του κόσμου, μιλούσε άπταιστα τέσσερις ή πέντε γλώσσες ο Σεργκέι για να επιβλέπει τις οικογενειακές δουλειές που ήταν πια διάσπαρτες στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Για τα πιο σημαντικά, πάντα συμβουλευόταν τον Ανατόλι Γκαβρίλοβιτς, τον εβδομηνταπεντάρη πια, πατέρα του. Δεν είχαν κανέναν στο κόσμο, παρεκτός ο ένας τον άλλον· και βέβαια χρήμα, πολύ χρήμα...   

Είχαν γνωριστεί παλιά, τυχαία, με την Όλγα. Μια Κύπρια συμφοιτήτριά του, η Τζόνι, τον είχε παρασύρει σε ένα μπαρ στο κέντρο της Αθήνας. Ένα από εκείνα τα τυχαία περάσματά του από την Αθήνα πριν πολλά χρόνια, όταν ακόμα έκανε τις μεταπτυχιακές του σπουδές στο Λονδίνο. Έτσι τη γνώρισε μια ήσυχη μέρα του Ιουλίου, τέτοιες μέρες καλή ώρα, την Όλγα. Κεραυνοβόλος έρωτας! Κεραυνός που έπεσε πάνω σε σκληρή πέτρα. Πέτρα η Όλγα που άντεξε και δεν ράγισε στο λάγνο βλέμμα του Ρώσου μεγιστάνα... Ίσως κι όλας επειδή δεν είχε καταλάβει, η Όλγα. Γδύνοντάς την με το φιλήδονο, αλλήθωρο, βλέμμα του στραμμένο προς την έξοδο του μπαρ, ο Σεργκέι, έμοιαζε σαν να ανυπομονούσε για κάτι άλλο που αργούσε. Η Τζόνι, της εξήγησε αργότερα...

Από κάποια στιγμή και μετά άρχισε να του γίνεται όχι εμμονή, δεν παραδεχόταν ότι είχε κάποιου είδους εμμονή με την Όλγα, ο Σεργκέι, θεωρούσε ότι ζούσε μια φυσιολογική ζωή. Αλήθεια είναι ότι κοίταζε τις δουλειές του με συνέπεια. Όμως, τον ελεύθερο χρόνο του ήθελε να τη βλέπει! Αυτό έκανε κέφι και το πλήρωνε όσο-όσο. Ο Ανατόλι Γκαβρίλοβιτς ανησυχούσε με το γιο του. Όχι ότι τον ένοιαζαν τα κολοσσιαία έξοδα από το χόμπι του κανακάρη του -δεν κοστίζει και φθηνά να έχεις κατά πόδα κοτζάμ υπουργό, έστω και παρακατιανής χώρας! Αλλά δε συμφωνούσε με τούτα τα καμώματα του γιου του ο γέρος κι ανησυχούσε. Ψυχίατρος ήταν, στο κάτω-κάτω!  

Ειδικά τον τελευταίο καιρό, η Όλγα τον έβρισκε συνεχώς μπροστά της τον Σεργκέι. Από τότε που πήρε το χαρτοφυλάκιο του Τουρισμού, όπου κι αν πήγαινε στο εξωτερικό, στην Αθήνα, παντού και πάντα, σε κάθε δημόσια εμφάνισή της, έβλεπε τον Σεργκέι να γλυκοκοιτάζει τον σωματοφύλακά της! "Δεν είναι gay, είναι κάτι χειρότερο: είναι αλλήθωρος!", σκεφτόταν πάντα η Όλγα, που τόσο την εκνεύριζε η μόνιμη παρουσία του... Παντού! Λονδίνο, Βρυξέλλες, ακόμα και στα ιδιωτικά της ταξίδια καμιά φορά –κι αυτό της προκαλούσε απορία- δεν υπήρχε περίπτωση να μην τον συναντήσει σε κάποια αίθουσα VIPs στο αεροδρόμιο της Φρανκφούρτης ή στα εγκαίνια μιας έκθεσης φωτογραφίας άσημου φωτογράφου στην Πλας ντε λα Κονκόρντ στο Παρίσι ..  Άλλες φορές αντάλλασσαν δυο κουβέντες στα βιαστικά, άλλοτε αντάλλασσαν νεύματα από μακριά, κάποιες λίγες φορές κατέληγαν μαζί για δείπνο στου Maxim στο Παρίσι ή στο elBulli στην Κόστα Μπράβα. Μεγάλη κολλιτσίδα, ο Σεργκέι, αλλά το ιδιωτικό του αεριωθούμενο, όπως και ο ίδιος, ήταν πάντα στη διάθεση της Όλγας, χωρίς δεύτερη κουβέντα!
    
"Ντουμπάι-Μακρόνησος": Με αυτές τις δύο λέξεις που της είχε πει εκείνη το απόγευμα που τη συνάντησε στη Βαρσοβία, της τράβηξε την προσοχή. Πριν προλάβει να μπει ο σωματοφύλακας στη μέση, της πέρασε στο χέρι έναν δερμάτινο χαρτοφύλακα που μιλούσε από πολύ μακριά, πόσο ακριβός ήταν: "Ντουμπάι-Μακρόνησος", επανέλαβε και της έκλεισε το ένα μάτι, κρατώντας ακούσια το άλλο καρφωμένο στον σωματοφύλακά, που είχε συγκρατηθεί σε απόσταση, γιατί είχε καταλάβει ότι η κυρά του δεν διέτρεχε κίνδυνο από τον οικείο πια Ρώσο μεγιστάνα που, όπως συνήθως, ακίνδυνος την φλέρταρε ... 

20 δισεκατομμύρια δολάρια –άσε τα ευρώ, αύριο μπορεί να μην υπάρχει το ευρώ-  20 δισεκατομμύρια δολάρια, λοιπόν, μόνο για την κατασκευαστική περίοδο, θα πάρουν τη δουλειά οι Κινέζοι, με Έλληνες υπεργολάβους-και 100.000 μετανάστες να δουλεύουν στην κατασκευή ανασφάλιστοι. Μετά την ολοκλήρωση της κατασκευής, 5 χιλιάδες μόνιμες θέσεις εργασίας εγγυημένες, για την εξυπηρέτηση του project και νόμιμες, κανονικές, δηλωμένες δουλειές. Αλλά αυτά μετά την κατασκευαστική περίοδο. 

Μπήκε η Όλγα σε βαθιές σκέψεις, ποιος δεν θα έμπαινε σε σκέψεις... 

Μέσα στον χαρτοφύλακα ήταν η μελέτη. Ο Ρώσος ήθελε να ισοπεδώσει τη Μακρόνησο –μνημείο βάρβαρου πολιτισμού- και να κατασκευάσει εκεί ένα αυτόνομο σύμπλεγμα κατοικιών κι εμπορίου, ένα μικρό Ντουμπάι. Άλλο οι ελληνικές θάλασσες με το δροσερό αεράκι, άλλο τα λασπόνερα του Περσικού, εκεί που δεν είχε δικαιοδοσία ο Θεός Αίολος! Ο Ρώσος δεν ήταν βλάκας, έστω κι αργά το είχε καταλάβει, το ίδιο κι οι φίλοι του που είχαν αγοράσει σπίτια στο Ντουμπάι, πριν τα επισκεφτούν καλοκαίρι... 

Μα γιατί ειδικά τη Μακρόνησο, αναρωτήθηκε η Όλγα, κλείνοντας το λεπτό πανόδετο ντοσιέ... 

Η απορία της λύθηκε από την επιστολή που βρήκε στο σφραγισμένο φάκελο, ξεχασμένο στον πάτο του δερμάτινου χαρτοφύλακα. Της τα εξηγούσε όλα. Της άρεσε η ιδέα του Σεργκέι για μια εκκλησία, μικρογραφία του ναού του Σωτήρα της Μόσχας, εις μνήμην των νεκρών κομμουνιστών, συστατικό κι αυτό του μείγματος του προϊόντος προς πώληση.

Ήταν μια πολυσέλιδη και πυκνογραμμένη επιστολή, σε άψογα Αγγλικά. Μια ιδιόχειρη ερωτική, κατά βάση, επιστολή, που τα εξηγούσε όλα, ξεκινώντας από την αρχή... Αλλά το περιεχόμενο αυτής της επιστολής είναι μια άλλη ιστορία. 

Το θέμα της δικής μας ιστορίας είναι ότι ο Σεργκέι έκλεινε την επιστολή του χωρίς περιστροφές, με προσεκτικά διαλεγμένες λέξεις ευγένειας και αβροφροσύνης, βέβαια,  που όμως δεν άφηναν την παραμικρή αμφιβολία: προσέφερε την πολιτική δόξα του project, ολόκληρη στην Όλγα, αλλά μόνο υπό την προϋπόθεση ότι η Όλγα θα γινόταν δική του... Τουρισμός, δόξες, real estate, μόδα, θα έρθουν οι Λόντρες, θα έρθουν τα Παρίσια, ψήφοι, πολλές ψήφοι, θα γινόταν χαμός! Πια κρίση? Αυτά είναι για άλλους. Λογικές τιμές και σωστό project management -ήξερε ο Ρώσος. Άσπρες τουαλέτες, κόκκινες κορδέλες και γαλλική σαμπάνια να γαργαλάει διακριτικά τους ουρανίσκους –for ever- πράγματα της ηδονής, της εξουσίας του χρήματος και του Σατανά! 

Ακούς, φίλε μου, εκβιασμός? Και ποιος? Ο αλλήθωρος! Και ποια? Εμένα! Και πού? Στην Μακρόνησο! Μόνο να το άκουγε ο Λαφαζάνης θα γινότανε ο κακός χαμός! Άσε τους άλλους τους πιο παλαιολιθικούς! Ήθελε να φύγει. Ήθελε να μπορούσε να μη σκέφτεται ούτε όλους αυτούς ούτε τον Σεργκέι. Ούτε τη Μακρόνησο ήθελε να σκέφτεται. Η Όλγα θα πήγαινε να ξεκουραστεί μια βδομάδα αλλού, μακριά, ιγκόγνιτο. 

Δεν ήξερε ότι ο Σεργκέι είχε ήδη πληροφορηθεί τα σχέδιά της για τις ολιγοήμερες διακοπές της... Οι παλιοί φίλοι του μπαμπά, πάντα διέθεταν τους πόρους τους στην υπηρεσία του Σεργκέι...

"Όχι δεν πουλιέμαι ρε", μονολόγησε, περισσότερο για να πείσει τον εαυτό της. "Μπορεί να πουλάω την Ελλάδα με την ψήφο μου, αλλά εγώ δεν πουλιέμαι ρε! Ακούς!?" Σφύριξε άλλο ένα "όχι" μέσα από τα δόντια της η Όλγα, την ώρα που άπλωνε αποφασιστικά το χέρι της, για να σηκώσει το ακουστικό του τηλεφώνου που κουδούνιζε επίμονα...

Posted by Alexandros Raskolnick

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου