Ως εδώ και δεν πάει άλλο… Οι εξαγγελίες των
«κυβερνώντων» για επέκταση της έκτακτης εισφοράς αλληλεγγύης (η οποία,
σημειωτέον, παύει να είναι έκτακτη και τρέπεται σε μόνιμη) μέχρι το 2016, η
απόφαση για χαράτσι και το 2014 (για την ώρα), η απαίτηση της σιδηράς κυρίας
του Δ.Ν.Τ. για νέες μεταρρυθμίσεις στο δημόσιο τομέα (διάβαζε απολύσεις) και η
«αποφασιστική» ανάληψη ευθυνών εκ μέρους του Κυριάκου Μητσοτάκη για 15.000
απολύσεις στο δημόσιο την ερχόμενη διετία (προφανώς ο κ. Μητσοτάκης ξέχασε για
άλλη μία φορά πως η μόνη εντολή που έχει πάρει, άρα και η μόνη δέσμευση που
έχει αναλάβει, είναι αυτή του ελληνικού λαού και ενώπιόν του και όχι απέναντι
στους ξένους δανειστές) αποτελούν μόνο την απαρχή των εξελίξεων και της νέας δίωξης
που θα υποστούν οι πολίτες της χώρας. Η αντιφατική προς την πραγματικότητα
δήλωση του εκπροσώπου των Γερμανών Χριστιανοδημοκρατών, όπου παρατηρεί
αξιοθαύμαστη πρόοδο στα δημοσιονομικά, έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την έκθεση
της Κομισιόν, σύμφωνα με την οποία πτωτικά
κινήθηκε ο δείκτης οικονομικού κλίματος στην Ελλάδα για δεύτερο συνεχόμενο μήνα
τον Ιούλιο, κάτι που οφείλεται κυρίως στη λογική επιδείνωση της καταναλωτικής
εμπιστοσύνης. Όπως ανακοίνωσε η Κομισιόν, ο δείκτης υποχώρησε στις 91,7 μονάδες
από τις 93,5 τον Ιούνιο, με την καταναλωτική εμπιστοσύνη να επιδεινώνεται στις
-70,9 μονάδες από τις -66,5. Είναι
ηλίου φαεινότερον πλέον πως το νέο μνημόνιο είναι προ των πυλών, ειδικά μετά
την αναμενόμενη νέα αξιολόγηση του Οκτωβρίου.
Στα ανωτέρω, για να γίνει πλήρης και
διαυγής η εικόνα, πρέπει να προστεθούν και οι σιβυλλικές δηλώσεις του υπουργού
των Οικονομικών για την αναστολή της άρσης των πλειστηριασμών, η οποία φαίνεται
ότι θα τεθεί σε ισχύ από 1/1/2014. Πρέπει να προστεθεί και η δραματική αύξηση
της ανεργίας. Ειδικά για τους νέους το –επίσημο- ποσοστό ανεργίας αγγίζει πλέον
το 67,4%, κάτι που καθιστά την όποια θριαμβολογία που συχνά πυκνά εκστομίζει ο
κ. Σαμαράς, ακόμα και ενώπιον του κ. Ομπάμα, τουλάχιστον προκλητική. είναι φανερό πως η κυβέρνηση ωθεί επί σχεδίου
την κοινωνική συνοχή σε αμφισβήτηση. Πρέπει ακόμα να προστεθεί και η
φημολογούμενη (άρα και αναμενόμενη) καθιέρωση εισιτηρίου των 25 ευρώ για τη
νοσηλεία σε δημόσια (!) νοσοκομεία, η οποία αποτελεί ένα ακόμα χτύπημα, πριν το
οριστικό, στη δημόσια υγεία.
Το πλέον ανησυχητικό είναι όμως η
παντελής έλλειψη οποιασδήποτε λογικής στην πολιτική που ακολουθεί η κυβέρνηση
των επικινδύνων. Δεν υπάρχει κανένα πολιτικό μοντέλο, καμία ιδεολογική βάση,
κανένα διαχειριστικό προηγούμενο στο οποίο να στηρίζεται η εφαρμοζόμενη
πολιτική. Αλήθεια, πού μπορεί να στηριχτεί η ταυτόχρονη απόλυση δημοσίων υπαλλήλων
και η διάλυση των εργασιακών σχέσεων στον ιδιωτικό τομέα; Πώς γίνεται να
αναμένει κανείς απορρόφηση των προς απόλυση υπαλλήλων σε θέσεις εργασίας της αγοράς,
όταν η τελευταία έχει θυματοποιηθεί από την κυβερνητική πολιτική; Πώς
συμβαδίζει η αύξηση άμεσων, έμμεσων, εκτάκτων και λοιπών φόρων με την απομείωση
των εισοδημάτων σε όλους τους τομείς και η παράλογη προσμονή για αύξηση των
εσόδων των ταμείων από μία πολιτική που παράγει με συνέπεια ανέργους; Πώς
δικαιολογείται η συντριβή της δημόσιας παιδείας, όταν «όραμα» της κυβέρνησης
είναι η ανάκαμψη της χώρας; Πώς γίνεται να νουθετεί ο κ. Προβόπουλος να
στραφούν οι πολίτες προς την ιδιωτική ασφάλιση (προοικονομώντας τη διάλυση της
δημόσιας), όταν αδυνατούν αυτοί να εξυπηρετήσουν τα απολύτως αναγκαία προς την
επιβίωσή τους; Σε ποια πολιτική λογική ή ιδεολογία νοείται η ταυτόχρονη βίαιη
περιστολή του δημοσίου με την τιμωρία της ιδιωτικής πρωτοβουλίας και την
εκμηδένιση των εργασιακών ευκαιριών στον ιδιωτικό τομέα; Όλα αυτά δεν είναι
απότοκα ανικανότητας, γιατί ακόμα και η ανικανότητα είναι μία κάποια
δικαιολογία, αλλά μία συνειδητή στρατηγική
επιλογή πορείας προς τα βράχια.
Η κυβέρνηση φαίνεται σκόπιμα να
επιδιώκει τη διάλυση όσων δομούν ένα κράτος που στηρίζεται στις αρχές της
δυτικής δημοκρατίας. Διαλύει την παιδεία, την υγεία, τις ασφαλιστικές
υπηρεσίες, τα εργασιακά δικαιώματα, θέτει εν αμφιβόλω το αίσθημα ασφαλείας των
πολιτών. Ως θεμέλια ενός sui generis ιδρυόμενου
κορπορατικού κράτους διαφαίνονται οι λογικές αυτές. Ως μία πλήρης σύμπλευση
μίας πολιτικής ελίτ με τους ρυθμιστές της οικονομίας, με στόχο την εξαθλίωση
των πολιτών και τη συντριβή της μη πλήρως ελεγχόμενης από τους κυβερνητικούς
πυλώνες ιδιωτικής πρωτοβουλίας. Αυτήν την πολιτική η κυβέρνηση έχει αποφασίσει
να εφαρμόσει, διαχειριζόμενη κάθε μέσο. Σε αυτόν το σκοπό συνεπιτελεί και η
ραγδαία άνοδος του φασισμού με τη σκιώδη κυβερνητική ανοχή και στήριξη, πότε ως
απαραίτητο alter ego
και πότε ως κίβδηλο σκιάχτρο μίας κυβέρνησης που τελεί υπό κατάρρευση.
Απέναντι σε αυτήν την τρομοκρατική
πολιτική και αντιμέτωπη με το φάσμα της οικονομικής εξαθλίωσης η κοινωνία
πρέπει να βρει γρήγορα το βηματισμό της. Η προωθούμενη σκόπιμη διάλυση κάθε
θεσμού στήριξης της κοινωνίας είναι πλέον εμφανής ακόμα και στον πλέον
δύσπιστο. Μόνο αντίβαρο και μοναδική λύση αποτελεί η επιστροφή στις αρχές της
δυτικής δημοκρατίας, σε αυτές που δημιούργησαν το όραμα της Ευρώπης των εθνών –
κρατών και των λαών.