Η«Συλβάνα» του Σταύρου Τζουανάκου κι ένας διαγωνισμός ταλέντων έγιναν αιτία να ανακαλύψει η Πάτρα, αρχές δεκαετίας του '50, το ηχόχρωμα της μικρής Πολυτίμης. Ενας Πατρινός κουρέας και ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης επιβεβαίωσαν το ιδιαίτερο λαϊκό μέταλλο της «κατιφεδένιας φωνής» της, όπως την περιέγραψε ποιητικά μερικά χρόνια αργότερα ο Θωμάς Κοροβίνης.
Ο περίφημος παραγωγός της Columbia, Νίκανδρος Μηλιόπουλος, φρόντισε να εξασφαλίσει το πρώτο δισκογραφικό συμβόλαιο με τη «Βέμπο του λαϊκού τραγουδιού». Και όσοι αγαπούσαν το λαϊκό τραγούδι αναγνώριζαν στη φωνή της μία άλλη, πιο μάγκικη θηλυκή ποιότητα που πάταγε γερά στα σύμφωνα, έπαιζε με τα «υγρά» και κυρίως με το «λ» και απέδιδε με προσωπική άποψη τις διφθόγγους, μεταδίδοντας με την ερμηνεία της μία παράξενη γυναικεία χειραφέτηση, αυτήν που αργότερα θα ακολουθούσε και η Βίκυ Μοσχολιού.
Η ιστορία του λαϊκού τραγουδιού δεν χρειάζεται ωστόσο κοσμητικά επίθετα και παρομοιώσεις για να αναγνωρίσει στη φωνή της Πόλυς Πάνου την εμβληματική περίπτωση μιας τεράστιας τραγουδίστριας. Αυτήν που αποχαιρετά σήμερα η ελληνική μουσική σκηνή, λίγο διάστημα μετά το θάνατο της άλλης σπουδαίας του λαϊκού τραγουδιού, της Αννας Χρυσάφη.
Για την Πόλυ Πάνου ήταν βέβαια γνωστό εδώ και δύο μήνες ότι ταλαιπωρείται: η χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια και άλλα προβλήματα υγείας είχαν επιβαρύνει την κατάστασή της και είχαν αναγκάσει την ίδια να ζει τα τελευταία 2-3 χρόνια κάπως απομονωμένη και πάντως μακριά από το τραγούδι. Η επιδείνωση της υγείας της την οδήγησε περίπου προ τριμήνου στο νοσοκομείο «Υγεία» και εκεί έκλεισε τα μάτια της χθες το βράδυ στα 73 της χρόνια.
Η σορός της θα τεθεί σε λαϊκό προσκύνημα τη Δευτέρα από τις 9π.μ. ώς τις 3μ.μ. στο παρεκκλήσι του Α' Νεκροταφείου όπου και θα ψαλεί η νεκρώσιμη ακολουθία και στη συνέχεια θα μεταφερθεί στο Νεκροταφείο του Κόκκινου Μύλου.
Από τα 10 της στο πάλκο
Γεννήθηκε στην Πάτρα, την ημέρα που η Ελλάδα έμπαινε στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο: 28 Οκτωβρίου του 1940. Το πραγματικό της όνομα ήταν Πολυτίμη Κολιοπάνου. Ηδη από το Δημοτικό, το έσκαγε από το σχολείο και πήγαινε στα Ψηλαλώνια για να ακούσει καινούργια τραγούδια. Στα δέκα της ανεβαίνει και η ίδια στο πάλκο, στο πατρινό μαγαζί όπου εμφανίζεται ο Σταύρος Τζουανάκος και κερδίζει το πρώτο της χειροκρότημα τραγουδώντας τη «Συλβάνα». Ενας διαγωνισμός στον οποίο εκείνη συμμετέχει ερμηνεύοντας μία επιτυχία του Φώτη Πολυμέρη επιβεβαιώνει ότι η Πολυτίμη είναι ένα «παιδί-θαύμα, που του αξίζει το πρώτο βραβείο».
Καταλύτης όμως για την πορεία της Πόλυς Πάνου αποδεικνύεται ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, που περιοδεύοντας στην ελληνική επαρχία επισκέπτεται και την Πάτρα το 1951. Κι εκεί αναζητώντας την αντικατατάστρια μιας τραγουδίστριάς του, εμπιστεύεται τις συστάσεις ενός Πατρινού κουρέα, που του μιλάει για το «αηδόνι της πόλης».
«Οταν ήρθε ο Γρηγόρης στο σπίτι, ήμουν στο σχολείο. Μίλησε με τη μάνα μου, της ζήτησε να με ακούσει και κάθισε περιμένοντας να γυρίσω. Οταν με είδε, μάλλον απογοητεύτηκε λόγω της εμφάνισής μου. Μικρό παιδί εγώ, ψηλό, αδύνατο, καχεκτικό, με σοσόνι, με τη σχολική τσάντα...», διηγούνταν αργότερα η ίδια. Και θυμόταν: «Του τραγούδησα το "Οταν θα πω εγώ το αχ" και το "Ο μαχαραγιάς βγαίνει σεργιάνι" του Τζουανάκου. Ο Γρηγόρης μάλιστα είναι και ο "νονός" μου. Το πραγματικό μου όνομα είναι Πολυτίμη Κολιοπάνου. Επειδή ήταν πολύ μακρύ και κακόηχο, αμέσως με "βάφτισε" Πόλυ Πάνου. Πηγαίνει μετά στη μητέρα μου και της λέει: "Εχεις ένα παιδί που θα σώσει την οικογένειά σου, έχει χρυσό λαρύγγι και θα γίνει γρήγορα φίρμα. Αλλά θα μ' ακούσεις... Θα μου τη δώσεις να την πάρω στο κέντρο που τραγουδάω;"». Κάπως έτσι ξεκίνησε η καριέρα της Πόλυς Πάνου...
Την ίδια χρονιά ο Μπιθικώτσης τής κλείνει ραντεβού για ακρόαση στην περίφημη Columbia, μπροστά στον τρομερό Μηλιόπουλο, που όμως αποφαίνεται υπέρ της «λαϊκής Βέμπο» και τη βάζει να υπογράψει 5ετές συμβόλαιο. Λίγο αργότερα ηχογραφεί και το πρώτο της τραγούδι: Το «Πήρα τη στράτα την κακιά» σε μουσική του Μπιθικώτση και στίχους του Χαράλαμπου Βασιλειάδη-«Τσάντα», κυκλοφορεί σε δίσκο 78 στροφών. Οι πρώτες μεγάλες επιτυχίες ήταν το «Ενα σφάλμα έκανα», το «Δαχτυλίδι», «Τα αδέρφια δε χωρίζουνε», «Να πας να πεις της μάνας μου»...
Πολύ γρήγορα θα βρεθεί να τραγουδάει καινούργια τραγούδια όλων των κορυφαίων λαϊκών συνθετών της δεκαετίας του '50, που αναδεικνύει μία ολόκληρη νέα γενιά με ερμηνευτική άποψη: Στέλιος Καζαντζίδης, Πάνος Γαβαλάς, Πόλυ Πάνου, Καίτη Γκρέυ, Γιώτα Λύδια...
Ο Βασίλης Τσιτσάνης, ο Απόστολος Καλδάρας, ο Γιώργος Μητσάκης, ο Θόδωρος Δερβενιώτης και ο Μπάμπης Μπακάλης θα της γράψουν καινούργια τραγούδια-λαϊκά «διαμάντια», με τα οποία θα αναδειχτεί στη δισκογραφία και στο πάλκο, όπου θα ντεμπουτάρει και πάλι στο πλευρό του Μπιθικώτση (στη «Ζούγκλα» της πλατείας Βάθης).
Εκτοτε εμφανίζεται στα μεγαλύτερα κοσμικά κέντρα τραγουδώντας πάντοτε καθιστή (ώς τη συνεργασία της με τον Μ. Χιώτη στο «Ακροπόλ Παλλάς» της οδού Πατησίων). Η φήμη της έχει ήδη τότε περάσει τα ελληνικά σύνορα, αφού το 1959 μαζί με τον περίφημο δεξιοτέχνη του μπουζουκιού Γιάννη Σταματίου-«Σπόρο» κάνουν μία μεγάλη περιοδεία στην Αμερική.
Και στον κινηματογράφο
Ενα άλλο μεγάλο κεφάλαιο στην καριέρα της Πόλυς Πάνου είναι η σχέση της με τον ελληνικό κινηματογράφο. Το 1961 «πρωταγωνιστεί» σ' ένα από τα πιο απίθανα περιστατικά του ελληνικού σινεμά, όταν υπέρ της μουσικής της ταινίας «Το έξυπνο πουλί» καλείται επειγόντως να ντουμπλάρει, μαζί με τον Αντώνη Ρεπάνη, το δίδυμο του Γιώργου Μητσάκη και της Αννας Μαριάννας που εμφανίζονταν να τραγουδούν σε μία σκηνή ο ήχος της οποίας είχε καταστραφεί! Ηδη άλλωστε από το 1960 είχε ηχογραφήσει σε δεύτερη εκτέλεση τα διάσημα «Παιδιά του Πειραιά» του Μάνου Χατζιδάκι, που έμειναν κλασικά με τη φωνή της στην ηχογράφηση της «Κολούμπια» με την ενορχήστρωση του Θόδωρου Δερβενιώτη. Το 1962 ο Μίκης Θεοδωράκης της είχε εμπιστευτεί το τραγούδι «Αγάπη μου» από τη «Φαίδρα». Είναι η εποχή που ο Σταύρος Ξαρχάκος έχει βρει ήδη στη φωνή της την ιδανική ερμηνεύτρια για τα μεγάλα τραγούδια των θεατρικών «Κόκκινων φαναριών» του Αλέκου Γαλανού «Του λιμανιού το καλντερίμι» και «Τι να την κάνεις τη ζωή».
Η καινοτόμος φύση, το πείσμα και η μαγκιά της Πόλυς Πάνου δεν εκφράζονταν μόνο στον τρόπο που τραγουδούσε. Στα μέσα της δεκαετίας του '60 μαζί με τον Μπιθικώτση, τον Γαβαλά και τον Καζαντζίδη κάνουν την επανάστασή τους στη δισκογραφία, ιδρύοντας μία εταιρεία ελληνικών κεφαλαίων και συμφερόντων. Η προσπάθειά τους αποδεικνύεται δονκιχωτική, αλλά ο Γαβαλάς και η Πόλυ Πάνου μαζί με τον τότε σύζυγό της επιμένουν να κρατήσουν την εταιρεία «Βεντέτα» για κάποιο διάστημα...
Η Πόλυ Πάνου δεν έφυγε από το λαϊκό τραγούδι ποτέ. Το υπηρέτησε μέχρι τέλους μ' αυτό το σθένος κι αυτή τη φωνή, που έκανε το λαϊκό κόσμο να καθρεφτίζει σ' αυτήν το μεράκι του και το χώρο της να υποκλίνεται.
Η ίδια πάλι έλεγε απλά: «Τραγούδησα, τραγουδούσα, τραγουδάω για τον εαυτό μου. Σ' εμένα έδινα και δίνω λογαριασμό. Χωρίς τρακ, χωρίς τίποτα. Το αγάπησα πολύ το λαϊκό τραγούδι. Και μπήκα μέσα κι έδωσα όλο μου τον εαυτό».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου