Στις 20 Οκτωβρίου 2011, την ημέρα που Λίβυοι αντάρτες εντόπισαν τον συνταγματάρχη Καντάφι σε έναν οχετό, τον έβγαλαν έξω και τον σκότωσαν, ο πρόεδρος Ομπάμα συγκαλούσε συνέντευξη Τύπου στο Rose Garden και ανακοίνωνε ότι «οι στόχοι μας επετεύχθησαν». (Η Χίλαρι Κλίντον το είπε πιο ωμά σε έναν δημοσιογράφο: «Ήλθαμε, είδαμε, πέθανε»).
Την προηγούμενη άνοιξη, όταν οι Ηνωμένες Πολιτείες αποφάσιζαν να λάβουν μέρος στους νατοϊκούς βομβαρδισμούς εναντίον της Λιβύης, ο Λευκός Οίκος είχε δηλώσει κατηγορηματικά ότι ο στόχος δεν ήταν η αλλαγή καθεστώτος, γεγονός που έπεισε τη Ρωσία να μην προβάλει βέτο σε σχετικό ψήφισμα των Ηνωμένων Εθνών.
Η Μόσχα εξοργίστηκε με την κατάληξη που είχε η αποστολή του ΝΑΤΟ, αλλά ο Ομπάμα είπε ότι «μπροστά στην προοπτική μαζικών ακροτήτων, και της έκκλησης του λιβυκού λαού, οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι σύμμαχοί τους σταμάτησαν τις δυνάμεις του Καντάφι».
Τώρα, πρόσθεσε, οι Λίβυοι ήταν ελεύθεροι να απολαύσουν μια πλήρη δημοκρατία. Η αμερικανική ηγεσία ήταν πλέον εμφανής. «Εξουδετερώσαμε τους αρχηγούς της αλ Κάιντα, τερματίζουμε τον πόλεμο στο Ιράκ και έχουμε ξεκινήσει μια μεταβατική περίοδο στο Αφγανιστάν».
Τέσσερα χρόνια αργότερα, η Λιβύη είναι μια ρημαγμένη χώρα. Μιλώντας στη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών, ο πρόεδρος Ομπάμα παραδέχθηκε πως το παράδειγμα της Λιβύης δείχνει, ακριβώς όπως και το παράδειγμα του Ιράκ, τα μειονεκτήματα της χρήσης βίας για την επιβολή της τάξης σε μια χώρα. Ο Αμερικανός πρόεδρος εξακολουθεί να πιστεύει ότι η ανατροπή του Καντάφι ήταν η σωστή απόφαση, όπως είπε στον Τόμας Φρίντμαν των «New York Times».
H λιβυκή εμπειρία, όμως, τον δίδαξε να μην εμπλέκεται σε τέτοιες πράξεις χωρίς ένα σχέδιο «κάλυψης του κενού» μετά τη νίκη.
Στα Ηνωμένα Έθνη, ο Ομπάμα επισήμανε ότι η στράτευση της χώρας του υπέρ της παγκόσμιας τάξης δεν δοκιμάζεται πουθενά περισσότερο απ’ ό,τι στη Συρία, η οποία «είναι παγιδευμένη ανάμεσα στον πρόεδρο Άσαντ, που σφαγιάζει δεκάδες χιλιάδες πολίτες του», και το Ισλαμικό Κράτος, «που αποκεφαλίζει αιχμαλώτους, σφαγιάζει αθώους και υποδουλώνει γυναίκες». Και στις δύο περιπτώσεις, τόνισε, έχεις να κάνεις με «μια επίθεση κατά της ανθρωπότητας». Για τον λόγο αυτό, ο Άσαντ πρέπει να φύγει και με το Ισλαμικό Κράτος δεν μπορεί να γίνει κανείς συμβιβασμός.
Ο Βλαντίμιρ Πούτιν, που έφτασε στα Ηνωμένα Εθνη με σκοπό να παρουσιάσει τις Ηνωμένες Πολιτείες ως τον «νταή του πλανήτη», ήταν αποφασισμένος να μην αφήσει αυτή την προσέγγιση αναπάντητη. Μετά την 11η Σεπτεμβρίου, είπε, οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν την τάση να ενισχύουν τις δημοκρατικές επαναστάσεις στο εξωτερικό, γεγονός που του θυμίζει ορισμένα επεισόδια από την ιστορία της Σοβιετικής Ένωσης, όταν «προσπάθειες να προωθηθούν αλλαγές σε άλλες χώρες με βάση ιδεολογικές προτιμήσεις, είχαν συχνά τραγικές συνέπειες».
Στη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική, συνέχισε, «οι ξένες επεμβάσεις οδήγησαν στην καταστροφή εθνικών θεσμών και σε ένα κλίμα όπου κανείς δεν ενδιαφέρεται για τα ανθρώπινα δικαιώματα». Αντί να επιβληθεί η δημοκρατία, η αιματοχυσία και ο φανατισμός κάλυψαν το κενό, με αποτέλεσμα το Ισλαμικό Κράτος να απειλεί σήμερα την παγκόσμια τάξη.
Οι επεμβάσεις του ίδιου του Πούτιν στην Κριμαία και την Ουκρανία είχαν για τη Μόσχα μεγάλο κόστος. Παρά ταύτα, συνέχισε, στη Συρία πρέπει να διαλέξει κανείς στρατόπεδο. «Θεωρούμε τεράστιο λάθος να αρνείται κάποιος να συνεργαστεί με τη συριακή κυβέρνηση και τις ένοπλες δυνάμεις της, που βρίσκονται καθημερινά αντιμέτωπες με την τρομοκρατία».
Οι μόνοι που πολεμούν το Ισλαμικό Κράτος και τις άλλες τρομοκρατικές οργανώσεις, πρόσθεσε, είναι οι ένοπλες δυνάμεις του Άσαντ και οι κουρδικές πολιτοφυλακές. Όσο για τους Αμερικανούς, απλώς προσπαθούν να συνεργαστούν με μερικές από τις υπόλοιπες τρομοκρατικές οργανώσεις. «Μα είναι το ίδιο έξυπνοι με σας και ποτέ δεν ξέρεις ποιος τους κατευθύνει» είπε.
Είναι γνωστό ότι οι πρόεδροι Ομπάμα και Πούτιν δεν τρέφουν ιδιαίτερη συμπάθεια ο ένας για τον άλλο. Κι όμως, υπήρχε ένα κοινό υπόστρωμα στις ομιλίες τους για τη Συρία. Ο Πούτιν προσπάθησε να αναδείξει τον ρόλο της Ρωσίας ως μεσολαβητή στη Μέση Ανατολή και ο Ομπάμα δεν έκανε καμιά προσπάθεια να τον εμποδίσει.
Ο Αμερικανός πρόεδρος προτιμά να δεχθεί κριτική επειδή κάνει λίγα στη Συρία, παρά για το γεγονός ότι κάνει πολλά. Θα ήταν εύκολο να τον κατηγορήσει κανείς γι’ αυτό, αν ξεχνούσε τα όσα συνέβησαν στη Λιβύη και το Ιράκ, για να μη μιλήσουμε για το Αφγανιστάν όπου οι Ταλιμπάν κατέλαβαν πρόσφατα μια μεγάλη πόλη για πρώτη φορά από τότε που οι Ηνωμένες Πολιτείες εγκατέστησαν το σημερινό καθεστώς στην Καμπούλ, πριν από 14 χρόνια.
Ο Ομπάμα είπε στα Ηνωμένα Έθνη ότι είναι διατεθειμένος να δώσει προτεραιότητα στον πόλεμο κατά του Ισλαμικού Κράτους έναντι του πολέμου κατά του Άσαντ, και να συνεργαστεί για τον σκοπό αυτό με τη Ρωσία και το Ιράν. Αυτό αποτέλεσε μια μικρή παραχώρηση και αναρωτιέται κανείς γιατί έπρεπε να σκοτωθούν 200.000 Σύροι προτού γίνει αυτή η παραχώρηση. Μόνο που την επόμενη ημέρα, ρωσικά αεροπλάνα άρχισαν να βομβαρδίζουν στόχους στη Συρία και ο αριθμός των νεκρών άρχισε να αυξάνεται και πάλι…
Πηγή The New Yorker
Ο Φίλιπ Γκούρεβιτς είναι συνεργάτης του περιοδικού The New Yorker από το 1995
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου