Σε καθε πολιτικό σύστημα, παγκοσμίως, υπάρχουν ανήθικα πρόσωπα και ηθικά πρόσωπα. Ανάμεσα στους ηθικούς και στους ανήθικους, όμως, υπάρχει μία ενδιάμεση, «γκρίζα» κατηγορία, των ηθικά αδιάφορων.
Αυτών δηλαδή που, ναι μεν δεν συμμετέχουν ενεργητικά στη διαφθορά, αλλά «κλείνουν τα μάτια», την ανέχονται και δεν αντιδρούν σ’ αυτήν. Αυτή η ενδιάμεση κατηγορία τελικά κρίνει την κατάσταση, γιατί η παθητική της στάση και η ανοχή που δείχνει προς τους διεφθαρμένους, διευκολύνει αυτούς τους τελευταίους να κυριαρχήσουν.
Στην Ελλάδα των αρχών του αιώνα, στην Ελλάδα του Μακεδονικού Αγώνα και των Βαλκανικών Πολέμων, στον Μεσοπόλεμο, και στην πρώτη μετεμφυλιακή εποχή ακόμα, υπήρχαν (ελάχιστοι βέβαια) διεφθαρμένοι πολιτικοί, που όμως απομονώθηκαν και εξουθενώθηκαν από τα υγιά στοιχεία του πολιτικού συστήματος. Και από την κοινή γνώμη, που δεν έκανε εκπτώσεις. Ας μην ξεχνάμε ότι το υποτιθέμενο «σκάνδαλο της κινίνης» χαντάκωσε την κυβέρνηση του Ελευθερίου Βενιζέλου το 1932, ενώ το «σκάνδαλο Καραπάνου» κατέστρεψε το Λαϊκό κόμμα το 1950. Ακόμη και επί δικτατορίας, η υπόθεση με τα «κρέατα του Μπαλόπουλου» αποδόμησε τον ηθικισμό που προέβαλε για τον εαυτό της η στρατιωτική χούντα.
Στην μεταπολίτευση, και κυρίως μετά την ένταξη στην τότε ΕΟΚ, τα αντανακλαστικά αμβλύνθηκαν. Πολύ χρήμα εισέρρευσε στην Ελλάδα, δημιουργήθηκαν κυκλώματα διανομής ποικίλων κονδυλίων, επιδοτήσεων, «προγραμμάτων» κλπ. σε ημετέρους, η έννοια της «προμήθειας» κατέστη περίπου αυτονόητη. Η παρέα των διεφθαρμένων διευρύνθηκε, οι τίμιοι χαρακτηρίστηκαν γραφικοί και κορόϊδα, αλλά κυρίως εσιώπησε η ενδιάμεση κατηγορία των ηθικά αδιάφορων. Που, ναι μεν δεν έκλεβαν, αλλά, προκειμένου να μην καταδιωχθούν από τους όλο και ισχυρότερους διεφθαρμένους, έκλεισαν τα μάτια τους, δεν έβλεπαν, δεν άκουγαν, δεν ήξεραν.
Αυτοί οι τελευταίοι φρονηματίστηκαν και από την μοίρα ορισμένων ηθικά ακέραιων προσωπικοτήτων, που εξοβελίστηκαν και περιθωριοποιήθηκαν πολιτικά, διότι ενοχλούσαν τις ισορροπίες της φαυλοκρατίας. Κάπως έτσι καταλήξαμε να φτάσει ο Τσοχατζόπουλος στον προθάλαμο της πρωθυπουργίας.
Ο κ. Σημίτης, επί της πρωθυπουργίας του οποίου διογκώθηκε το κύμα σκανδαλολογίας, οχυρώθηκε πίσω από την νομικίστικη φράση «όποιος έχει στοιχεία να πάει στον Εισαγγελέα». Αλλά ένας απλός άνθρωπος, κύριε Σημίτη, δεν πάει εύκολα, απροστάτευτος από τις διάφορες μαφίες, στον Εισαγγελέα. Και ο Εισαγγελέας, άλλωστε, τι μπορεί να κάνει μόνος του, χωρίς μηχανισμό να τον στηρίζει.
Είδαμε στη δίκη Τσοχατζόπουλου έκπληκτο τον κ. Σημίτη, επειδή ανακάλυψε ότι επί της πρωθυπουργίας του διεπράχθησαν μείζονα σκάνδαλα. Ένας πρωθυπουργός έχει, όχι κατ’ ανάγκην νομική, αλλά πάντως πολιτική ευθύνη για την διαφθορά. Και πρέπει να γνωρίζει ποιούς διορίζει υπουργούς, να εξετάζει κάθε δύσοσμη υπόθεση και να λαμβάνει θεσμικά και πολιτικά μέτρα εναντίον της διαφθοράς. Όχι να νίπτει τας χείρας του και να στέλνει στον Εισαγγελέα όποιον καταγγέλλει κάποιο σκάνδαλο.
Το ίδιο κι ένας υπουργός δεν μπορεί να αγνοεί τι κάνουν οι μετακλητοί υπάλληλοι και ο διευθυντής του πολιτικού γραφείου.
Και, φυσικά, οι βουλευτές δεν μπορούν να ψηφίζουν φωτογραφικές τροπολογίες με εμφανή εύνοια προς συγκεκριμένα συμφέροντα, επικαλούμενοι την «ανωτέρα βία» της κομματικής πειθαρχίας.
Άθλιοι υπάρχουν σε όλες τις κοινωνίες.
Το θέμα είναι τι κάνουν οι υπόλοιποι.
Πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου