Τις μέρες αυτές, με αφορμή την διαπραγματευτική τακτική που ακολουθεί η ελληνική κυβέρνηση και, προσωπικά, ο υπουργός Οικονομικών κ. Γιάννης Βαρουφάκης στη διαπραγμάτευση με τους εταίρους μας στην Ευρωζώνη, πολλά γράφτηκαν και ακόμη περισσότερα λέχθηκαν για την εφαρμογή της Θεωρίας των Παιγνίων. Επιπλέον, περισσότεροι είναι εκείνοι που, ξαφνικά, ανακάλυψαν διάφορα παίγνια – παραδείγματα.
Είναι λοιπόν μία μέθοδος ανάλυσης, ένα μοντέλο διαπραγμάτευσης και τακτικής που έχει γενική εφαρμογή; Αρκεί κάποιος να «γεμίσει τα τετραγωνάκια», για να πετύχει τη μεγιστοποίηση του κέρδους στο δύσκολο και, εν πολλοίς, άνισο διπλωματικό παιχνίδι ή έστω την εξισορρόπηση των κερδών με τις ζημίες;
Κατά την κλασική εφαρμογή της –προ NASH- Θεωρίας των Παιγνίων, η συνήθης κατάληξη ήταν το λεγόμενο «zero sum game» (παιχνίδι μηδενικού αθροίσματος). Ήτοι, τα κέρδη και οι ζημίες δύο αντίπαλων πλευρών ισορροπούν και εξισούνται. Ελλείψει, κατά κύριο λόγο, της συνέχειας στην εξωτερική μας πολιτική, σε συνδυασμό με την επιλογή (σύνδρομο) να αφορίζουμε τον όρο «συμβιβασμός», προτιμώντας συνεχώς, στην ελλαδική πραγματικότητα, τον όρο «νίκη», η κατάληξη στο «μηδενικό άθροισμα», σε διμερείς ή και πολυμερείς μας σχέσεις, κινδυνεύει να καταστεί ο σταθερός και μόνιμος κανόνας. Προσοχή, όμως, όταν αναφέρομαι στην εξωτερική πολιτική δεν περιορίζομαι μόνο στην πολιτική που ασκεί το υπουργείο Εξωτερικών. Αναφέρομαι στο σύνολο των δράσεων της εκάστοτε κυβέρνησης που σχετίζονται με τους διεθνείς μας εταίρους.
Στο κείμενο που ακολουθεί έγινε προσπάθεια να καταγραφούν ορισμένες σκέψεις που αφορούν στα θεωρητικά παίγνια και στην άσκηση της διπλωματίας.
Να διευκρινισθεί, κατ’ αρχήν, ότι προσφεύγω συχνά στον Ισοκράτη (λιγότερο γνωστό στην στρατηγική – πολιτική ανάλυση), αλλά και στον Θουκυδίδη. Ο Ισοκράτης, στον «Περί Ειρήνης», μας υποβάλλει ή, καλύτερα, μας επιβάλει τη θέση ότι ο πολίτης της Αθήνας, στο πλαίσιο της συμμετοχής του στα κοινά, πρέπει να έχει καθαρές απόψεις για τον ρόλο της Πόλης του στις διεθνείς σχέσεις.
Ακριβέστερα, όπως γράφει η Μαρία Ξάνθου στην εξαιρετική μετάφραση και ερμηνεία του «Περί Ειρήνης» (Εκδόσεις Ζήτρος, 2001), η πρόταση του Ισοκράτη συνίσταται στην βασική αρχή ότι «ένα κράτος, όπως και ένας άνθρωπος, πρέπει να εφαρμόζει ορισμένες ηθικές αξίες στις σχέσεις του με τα υπόλοιπα κράτη. Η εμπιστοσύνη στην υπερβολική δύναμη, η απληστία και το κέρδος δεν είναι πάντοτε οι καλύτεροι σύμμαχοι στην άσκηση της εξωτερικής πολιτικής».
Αυτό σήμερα ακούγεται περίπου ως αφέλεια. Και ίσως έτσι να είναι τα πράγματα. Όχι διότι το δίκαιο, όπως πάντοτε άλλωστε, υποχώρησε ενώπιον των συμφερόντων, αλλά, κυρίως, διότι έχει παύσει να λειτουργεί το διεθνές σύστημα συλλογικής ασφάλειας, δηλαδή ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών.
Ο ΟΗΕ αποτελεί, ταυτόχρονα, τη μετάβαση από το Δίκαιο στην Πολιτική και τη μετάγγιση του Δικαίου στην Πολιτική. Είναι ο λεπτός και ισορροπημένος συνδυασμός και συγκερασμός Δικαίου και Συμφέροντος. Κανονικά θα μπορούσα να τον χαρακτηρίσω ως την μεταπολεμική βέλτιστη επιλογή και κανόνα πολιτικής. Είναι όμως έτσι τα πράγματα;
Στην πραγματικότητα, η απόσταση που χωρίζει τις προθέσεις από τη σημερινή του δράση και εικόνα μοιάζει καθημερινά να μεγαλώνει. Να πούμε τα πράγματα με το όνομά τους; Ο ΟΗΕ εκφράζει, κυρίως (συγκρατούμαι να μην πω αποκλειστικά), την βούληση των Μόνιμων μελών του Συμβουλίου Ασφαλείας. Η ισορροπία αρχίζει και τελειώνει στο Συμβούλιο Ασφαλείας και δη μεταξύ των πέντε Μόνιμων Μελών (ΗΠΑ, Ρωσία, Λ.Δ. Κίνας, Γαλλία και Ηνωμένο Βασίλειο). Η σύγκρουση οικονομικών συμφερόντων κυρίως που αφορά στις πρώτες ύλες, των διαφόρων μορφών ενέργειας συμπεριλαμβανομένων, είναι –σήμερα- στην καρδιά της σύγκρουσης συμφερόντων μεταξύ των Μονίμων Μελών. Γενικεύοντας το βασικό πρόβλημα, θα μπορούσα να ισχυρισθώ ότι, ενόσω έχει παραλύσει το παγκόσμιο σύστημα ισορροπίας κα δη μεταξύ Δικαίου, Αξιών και Συμφέροντος, η λογική της ισχύος υπερισχύει και κατισχύει στις σχέσεις μεταξύ κρατών και μεταξύ ομάδων κα ομίλων κρατών.
Μία πρόσθετη παρατήρηση είναι ότι, αν υποθέσουμε ότι, έστω και αυτό το παγκόσμιο σύστημα συλλογικής ασφάλειας λειτουργούσε ικανοποιητικά, κάθε άλλο παρά θα ήταν αντιπροσωπευτικό της σημερινής ισορροπίας λόγω της απουσίας της Γερμανίας, της Ιαπωνίας και της Ινδίας. Η ισχυρότερη χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν είναι Μόνιμο Μέλος, καθόσον το Συμβούλιο Ασφάλειας εξακολουθεί και σήμερα να αντικατοπτρίζει την πραγματικότητα του 1945 (νικητές και ηττημένοι), η οποία όμως έχει ανατραπεί ριζικά στην Ευρώπη.
Μελετώντας τον Θουκυδίδη, έχω εντοπίσει ορισμένα σημεία που αποδίδουν, κατά τρόπο ικανοποιητικό, τη στρατηγική σκέψη, τη φιλοσοφία αν θέλετε, κάθε παίκτη σε μία άνιση εκ των πραγμάτων διαπραγμάτευση. Ήδη στο Κεφάλαιο Α (66-70) της ιστορίας του Πελοποννησιακού Πολέμου (μετάφραση Αγγ. Βλάχου, ΕΣΤΙΑ), οι Κορίνθιοι απευθύνονται στους Σπαρτιάτες και περιγράφουν με τα ακόλουθα λόγια τη στρατηγική και διαπραγματευτική τακτική των Αθηνών:
- Είναι καινοτόμοι, επινοητικοί και ταχείς στο να εκτελούν τα σχέδιά τους
- Αποτολμούν πράγματα που υπερβαίνουν τις δυνάμεις τους, ριψοκινδυνεύοντας, χωρίς να λογαριάζουν τη φρόνηση, και είναι πάντοτε αισιόδοξοι στις αναποδιές
- Όταν νικήσουν τους εχθρούς τους, εκμεταλλεύονται στο έπακρον την επιτυχία τους, ενώ αν νικηθούν υποχωρούν, όσο το δυνατόν λιγότερο
- Ενώ δείχνουν περισσότερο από κάθε άλλον αυταπάρνηση, όταν υπηρετούν την πολιτεία τους, διατηρούν, εν τούτοις, όλη την ελευθερία της σκέψης τους, για να βρουν τρόπους να την ωφελήσουν
- Αν δεν επιτύχουν τα όσα σχεδιάζουν, θεωρούν ότι στερήθηκαν κάτι που τους ανήκει
- Όσα κερδίζουν με μία τους επιτυχία, είναι γι αυτούς ισχνό αποτέλεσμα σε σχέση με ό,τι προσδοκούν να επιτύχουν μελλοντικά
- Αν αποτύχουν σε κάποια προσπάθεια, κάνουν νέα σχέδια, για να ξανακερδίσουν ό,τι έχασαν, γιατί μόνοι αυτοί ενεργούν τόσο γρήγορα, όταν έχουν κάτι αποφασίσει
- Έτσι, ώστε ελπίδα και πραγματοποίηση να συμπίπτουν.
Οι εισαγωγικές αυτές παρατηρήσεις στόχο έχουν να καταδείξουν ότι η μελέτη των κλασσικών –όπως διδάσκονται εκτός Ελλάδος και με ελάχιστες εξαιρέσεις εντός- θα μπορούσε να μας προσφέρει τον καλύτερο οδηγό για να αντιληφθούμε σήμερα τις δυνατότητες προώθησης των συμφερόντων μας.
Εμπειρίες και θεωρία
Ξαναδιάβασα, αυτές τις ημέρες, αποσπασματικά ομολογώ, ένα ενδιαφέρον βιβλίο που έχει τίτλο «Αφιέρωμα στον John Nash, Θεωρία Παγνίων». Κυκλοφόρησε, το 2002, από τις Εκδόσεις Ευρασία, υπό την επιμέλεια της καθηγήτριας Κωνσταντίνας Κοπαρίδη και του Γρηγόρη Σιουρούνη. Το είχα μελετήσει, πριν από δέκα χρόνια περίπου. Σε περίοδο ευμάρειας και εθνικής αμεριμνησίας.
Μην απορείτε για τις προτιμήσεις μου. Απλά, με κάποια δόση αυταρέσκειας -γιατί να το κρύψω άλλωστε- υπενθυμίζω στον εαυτό μου και όχι μόνο ότι ο βασικός και κύριος κύκλος σπουδών μου ήταν τα καθαρά Οικονομικά με Δασκάλους, μεταξύ άλλων, τους Ξενοφώντα Ζολώτα και Γιάγκο Πεσμαζόγλου και τον Νίκο Γιαννακόπουλο. Είχαμε όμως την τύχη να διδάσκουν, την εποχή εκείνη, στο αυτοτελές Οικονομικό Τμήμα του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, υψηλού επιπέδου καθηγητές Μαθηματικών και Στατιστικής, όπως τους Θεόφιλο Κάκουλο, Αναστάσιο Μήρικα και Αντώνη Παναγιωτόπουλο.
Έτσι, το 1971, με την ενθάρρυνση του Αντώνη Παναγιωτόπουλου, παρακολούθησα ένα εξάμηνο σεμινάριο της Ελληνικής Μαθηματικής Εταιρείας για την Θεωρία των Παιγνίων. Αργότερα, όσο το επέτρεπαν οι καταστάσεις, κυρίως όμως κατά τη διάρκεια της θητείας μου στο υπουργείο Εξωτερικών, προσπαθούσα να παρακολουθώ τις εξελίξεις στα Πολιτικά – Μαθηματικά Παίγνια τα οποία, άλλωστε, αποτελούν μία συνεχή άσκηση εφαρμογής μοντέλων – προτύπων διαχείρισης καταστάσεων και λήψης αποφάσεων. Υπό συνθήκες κρίσης ή κανονικές. Ήταν για μένα μια μορφή δια βίου μάθησης, του τύπου που στην Ελλάδα εξακολουθεί, μάλλον, να είναι δια νόμου απαγορευμένος καρπός!
Το 1991, ενώ είχα τη θέση του πρώτου συμβούλου στην Αντιπροσωπεία μας στον ΟΗΕ (Νέα Υόρκη), άρπαξα, στην κυριολεξία, μία ευκαιρία – πρόταση και αποσπάσθηκα, για ένα μήνα, στην Ομάδα Διαχείρισης Κρίσεων (Conflict Management Group) στο Harvard (Cambridge). Δίπλα στους καθηγητές Roger Fisher (Getting to YES), Scott Brown και Diana Tsingas.
Έμαθα πολλά. Κυρίως, ορισμένους τρόπους και πρακτικές της τεχνικής διαπραγματεύσεων. Για παράδειγμα, την αξία του λεγόμενου «μοναδικού κειμένου διαπραγμάτευσης» (single negotiating text). Δηλαδή, είναι προτιμότερο και λυσιλέστερο να διαπραγματεύεσαι πάνω σε ένα κείμενο που έχουν καταγραφεί όλες οι απόψεις και οι εναλλακτικές φράσεις, παρά να τρέχεις ταυτόχρονα πίσω από δύο – τρία σχέδια. Από προσωπική εμπειρία γνωρίζω ότι, πολλές φορές, στις διεθνείς διαπραγματεύσεις σημασία δεν έχει απλά το συζητείται, αλλά και ποιος φτιάχνει την Ημερησία Διάταξη (την ατζέντα). Ήδη στην αφετηρία, στην εκκίνηση των συνομιλιών, εκείνος που οριοθετεί, που θέτει το πλαίσιο της διαφοράς, έχει ένα προβάδισμα.
Επίσης, στη διεθνή σκηνή, άλλο βάρος έχουν οι προτάσεις που προέρχονται από τις, κατά τεκμήριο, ισχυρότερες χώρες και άλλοι οι ασθενέστερες. Περιττό είναι να σημειώσω ότι το ειδικό βάρος που έχουν οι θέσεις των ΗΠΑ, της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας και της Ρωσίας. Στην Ευρωπαϊκή Ένωση, το ειδικό βάρος της Γερμανίας είναι δεδομένο και καταλυτικό.
Επίσης έμαθα τη σημασία επιμονής στα συμφέροντα και όχι στην περιγραφή των θέσεων (interests vs positions). Απορούσα, ως διπλωμάτης, όταν άκουγα γύρω μου, τακτικά και συχνά, από ελληνικά πολιτικά και διπλωματικά στόματα, κυρίως, το ακαταμάχητο… και αμίμητο επιχείρημα «we have strong feelings» (έχουμε ισχυρή άποψη). Σαθρό σαν επιχείρημα, καθόσον το προβάλλαμε, συνήθως, σε αντίδικους και διάδικους που κάθε άλλο παρά αδύναμη και αδύνατη άποψη διέθεταν. Για να μην πω πόσο υπονομευτικό της προσπάθειάς μας έδειχνε να είναι, όταν η άλλη πλευρά διέθετε υπέρ αυτής και το τεκμήριο της ισχύος. Πράγμα το οποίο συνέβαινε συνήθως.
Δεν προτιμώ να υποδυθώ το ρόλο του γκουρού της τεχνικής διαπραγματεύσεων και του μελετητή των παιγνίων στην τεχνική και τέχνη της διπλωματίας. Κάθε άλλο. Προσπάθησα, κυρίως, να μάθω από τα λάθη μας. Από τα λάθη μου, αν προτιμάτε.
Συμβιβασμός ή νίκη;
Το αρχικό δίλημμα, στην εκκίνηση κάθε προσπάθειας διαπραγμάτευσης, είναι θεμελιώδες για τη συνέχεια, για τα επόμενα βήματα. Στόχος είναι είτε η νίκη (διπλωματική και πολιτική) είτε η επίτευξη συμφωνίας. Εάν στόχος είναι η συμφωνία, τότε το μέσον, ο δρόμος για να φτάσεις, λέγεται συμβιβασμός. Μάλιστα, συμβιβασμός. «Απαγορευμένη» λέξη. Σωστά καταλάβατε.
Ναι ξέρω. Δεν χρειάζεται να μου το υπενθυμίζετε. Στην ελληνική πολιτική και διπλωματική ορολογία, η λέξη αυτή δεν υπάρχει. Δεν μεταφράζεται στην ελληνική διπλωματική πρακτική. Αντίθετα, ανθούν όμως, σε όλες τις εποχές και με όλες τις κυβερνήσεις, οι όροι του θριάμβου, της νίκης, της πλήρως ικανοποιητικής εξέλιξης, της πλήρους επίτευξης όλων μας των στόχων και άλλες αντίστοιχες και αναλόγου περιεχομένου.
Ανθούν, επίσης, σε όλες τις εποχές και από όλες τις κομματικές αντιπολιτεύσεις –πριν γίνουν κυβερνήσεις- οι λέξεις – έννοιες της προδοσίας, της μειοδοσίας, του ενδοτισμού, της άτακτης υποχώρησης, της άνευ όρων παράδοσης κ.λ.π.
Δεν έχουμε ακόμη ξεκαθαρίσει αν θέλουμε «συμφωνίες» που προϋποθέτουν συμβιβασμό ή «νίκες» τις οποίες, αφειδώς και ανεξόδως, είναι έτοιμο να συνεχίσει να μας προσφέρει το πολιτικό – διπλωματικό μας σύστημα συνεπικουρούμενο, εάν δεν καθοδηγείται, από το καθηγητικό – δημοσιογραφικό κατεστημένο. Κατά προτίμηση, μεταξύ της 8ης και 9ης βραδυνής ώρας, ώστε να συμπέσουν με τα δελτία ειδήσεων.
Ναι, γνωρίζω. Ξέφυγα κάπως από το βασικό μας αφήγημα. Γυρίζω στη θεωρία των παιγνίων. Ξεκίνησα το άρθρο με αναφορά στον τιμητικό τόμο για τον διαπρεπή, καθηγητή John Nash, ο οποίος, μεταξύ άλλων, πέτυχε να βελτιώσει, να αναπτύξει την θεωρία των παιγνίων από τη στατικότητα και το στιγμιαίου αποτέλεσμα παιγνίου «μηδενικού αθροίσματος» (zero sum game) των πρωτοπόρων John Von Neumann και Oskar Morgenstern (Theory of Games and Economic Behavior). Πώς; Προσθέτοντας στο παίγνιο την παράβλεψη και το συνυπολογισμό της ψυχολογίας των παικτών. Αντιλαμβάνομαι ότι οι μαθηματικοί και οι οικονομολόγοι / παιγνιολόγοι θέλουν και σπεύδουν να με διορθώσουν. Ναι, γνωρίζω ότι το αναφέρω πολύ συνοπτικά και σχηματικά.
Η ψυχολογία όμως δεν είναι το μόνο κριτήριο της στάσης των παικτών / διαπραγματευτών, όταν είσαι στην κατάσταση «μόνος μεταξύ άλλων» που συνιστά μία πιο διπλωματική διατύπωση της θέσης «μόνος εναντίον όλων». Στην Ευρωζώνη και στην Ευρωπαϊκή Ένωση ευρύτερα, συγκρούονται κα ταυτόχρονα συμπλέουν, αναζητώντας διαρκώς νέο σημείο συναίνεσης και ισορροπίας, όχι μόνο οικονομικά συμφέροντα, αλλά και κατεξοχήν πολιτικά.
Διαβάζω τον καθηγητή Γιάνη Βαρουφάκη εδώ και καιρό. Αρκετά πριν τον αναγνωρίσω ως υπουργό Οικονομικών. Έχω μελετήσει, με όση προσοχή επιβάλλεται, την κριτική του μελέτη στις δύο Υπέροχες Ιδέες του Νομπελίστα Καθηγητή John Nash. Έχω σημειώσει πολλά από τα, ομολογουμένως, υψηλού επιπέδου σχόλιά του. Για την οικονομία του κειμένου θα σταθώ σε ένα. Γράφει στο συγκεκριμένο βιβλίο για τη «δέσμη ισορροπιών Nash»:
«…όσο πιο σύνθετα είναι τα κοινωνικά φαινόμενα που αναλύουμε, τόσο πιο επισφαλές το αξίωμα και η λύση είναι μία και μοναδική και, συνεπώς, τόσο προβληματικότερη η μέθοδος που εφαρμόζει η θεωρία παιγνίων, για να την εντοπίσει. Το πρόβλημα δεν είναι απλά τεχνικό. Είναι βαθιά φιλοσοφικό και πολιτικό. Η άκριτη επιβολή της σύμπτωσης των προσδοκιών αμφισβητεί τη δημιουργικότητα του ανθρώπινου νου…» (Οι κοινωνικές επιστήμες μετά τον John Nash, Μία Προσωπική Αποτίμηση, σελ. 76).
Επίσης, χρειάζεται άσκηση, για να παρακολουθήσει κάποιος, μη μυημένος, τη φιλοσοφική του συνέντευξη με τον Nash μετά την ομιλία του τελευταίου στην Παλαιά Βουλή (Ιούνιος 2000). Γιατί την αναφέρω; Διότι, ήδη στην πρώτη ρητορική ερώτηση – παρατήρηση προς τον Νομπελίστα καθηγητή, ο σημερινός υπουργός Οικονομικών ξεδιπλώνει τον τρόπο θεώρησης της Ευρωζώνης στην συζήτηση που δημοσιεύθηκε σε άρθρο με τίτλο «Το ιδεώδες Χρήμα», που περιλαμβάνεται στο ίδιο βιβλίο (John Nash, Θεωρία Παιγνίων, Εκδόσεις ΕΥΡΑΣΙΑ, 2002):
«…Μήπως μία «Μεγάλη Συμμαχία» (Grand Coalition), που περιλαμβάνει όλους ως μέλη, αποκτά νόημα, όταν η δημιουργία της βασίζεται στην ομόφωνα συμφωνία μεταξύ τους, όσον αφορά στους θεσμούς και στους κανόνες που την διέπουν;»
Ζητώντας βοήθεια από τον Αριστοτέλη, τον Θουκυδίδη και τον Ισοκράτη
Θα μπορούσε κάποιος να διερωτηθεί: «Μα τι σημασία έχουν τώρα αυτές οι αναφορές, ειδικά στο λεπτό, οριακό σημείο συμφωνίας ή ρήξης (make or brake) στο οποίο βρίσκονται οι σχέσεις Αθηνών και Ευρωζώνης τη στιγμή που γράφεται το κείμενο αυτό;»
Σημειώνω παρενθετικά, ότι βασικό πρόβλημα είναι η αμφίδρομη έλλειψη εμπιστοσύνης. Της Ελλάδας προς τους εταίρους της και των εταίρων μας προς την Ελλάδα. Η κατάσταση αυτή περιπλέκει τα πράγματα. Η έκβαση της διαπραγμάτευσης είναι δυσχερέστερη. Η απάντηση προέρχεται, και πάλι, από τον καθηγητή Γιάνη Βαρουφάκη υπό τη μορφή ερώτησης (ρητορικής, προτιμώ να τη θεωρώ) σε συζήτησή του με τον καθηγητή R. Myerson (του Πανεπιστημίου του Σικάγου) σχετικά με το ανεκτίμητο έργο του Νash με τα ακόλουθα λόγια:
«Ο Αριστοτέλης φαίνεται ότι πίστευε πως οι «αδύναμοι» ποθούν τη Δικαιοσύνη και την Ισότητα, ενώ οι «ισχυροί» κάνουν αυτό που θέλουν, δίχως να ενδιαφέρονται ούτε για τη μία ούτε για την άλλη» (σελ. 293).
Έχοντας πίσω μου μία εμπειρία διαπραγματεύσεων σαράντα περίπου ετών, θέλω να πιστεύω ότι η επίκληση του Δικαίου και των Δίκαιων, της Ισηγορίας και της Ισονομίας δεν αποτελούν τον αποκλειστικό, τον σκληρό πυρήνα της τακτικής διαβουλεύσεων με τους εταίρους μας. Μεγαλύτερη σημασία έχει ο εντοπισμός του κοινού συμφέροντος.
Ο Αριστοτέλης έχει ήδη ξεκαθαρίσει τη διαφορά μεταξύ αδύναμου και ισχυρού. Ο Θουκυδίδης, επίσης. Όχι όμως πάντοτε κατά τρόπο ευθύγραμμο και αμερόληπτο. Γι αυτόν τον λατρεύω και είμαι οπαδός του. Διότι, πάντοτε, στην κατάλληλη στιγμή, σε όποια δυσκολία και αν βρίσκομαι, ο Θουκυδίδης είναι το σωσίβιό μου.
Λοιπόν, σήμερα, μεροληπτώντας και εγώ, προτείνω στους διαπραγματευτές των Βρυξελλών να έχουν υπόψη τους ότι:
«…Πρέπει να μην εξαρτούμε τις ελπίδες μας από τα ενδεχόμενα λάθη των αντιπάλων μας (προτιμώ των εταίρων μας), αλλά από τα κατάλληλα μέτρα που εμείς θα πάρουμε…» (Α’ 84-86).
Επιπλέον, επιλέγω και τα λόγια των αντιπροσώπων (πρέσβεων) της Κορίνθου προς τους Λακεδαιμονίους (Α’ 70-71) μιας και πολλοί στην σημερινή Ευρώπη θα πρέπει να τα έχουν κατά νου, έστω και αν δεν το ομολογούν:
«…Ο καλύτερος τρόπος, για να εξασφαλίσει κανείς μία σταθερή ειρήνη (συμφωνία εν προκειμένω), είναι να αποφεύγει να μεταχειρίζεται τη δύναμή του για να αδικεί, αλλά και να δείχνει ότι είναι αποφασισμένος να μην ανεχθεί να τον αδικούν…».
Είναι, εν τούτοις, ορθό και λογικό να επικαλούμαστε τη Δημοκρατία και την Ισονομία ως συστατικά στοιχεία της Ευρωπαϊκής Δημοκρατίας. Αυτά όμως ισχύουν για όλους. Δυστυχώς, δεν αρκούν προκειμένου να καταστήσουν τη θέση μας ευνοϊκότερη. Ο Ισοκράτης, στο καλύτερο, κατά την κρίση μου, κείμενό του, «Περί Ειρήνης» (χρησιμοποιώ την έκδοση ΖΗΤΡΟΥ, 2001), προσφέρει ως ιδανική λύση, την αναζήτηση της ισορροπίας μεταξύ του Συμφέροντος και της Δικαιοσύνης. Ψάχνοντας να βρω το απόσπασμα, που σήμερα στην οπτική γωνία της Αθήνας είναι χαρακτηριστικό της κατάστασης που αντιμετωπίζουμε στη δική μας Ευρώπη, επιλέγω προς συζήτηση το ακόλουθο (Περί Ειρήνης, παράγραφος 134):
«…Αυτός που ασκεί μία εξουσία δεν πρέπει να στηρίζεται μόνο στη δύναμη που του παρέχει αυτή, γιατί πάντοτε είναι αδύναμος μπροστά σε μία συνένωση όσων αισθάνονται δυσαρέσκεια εναντίον του».
Επίσης:
«…Η διατήρηση της εξουσίας εξαρτάται από την ύπαρξη της Δικαιοσύνης» (παρ. 139).
Αναζητώντας το κοινό συμφέρον
Εκτιμώ ότι θα ήταν χρήσιμο και πειστικό να χρησιμοποιούμε, να αξιοποιούμε, αν προτιμάτε, και ορισμένα πολιτικά και γεωστρατηγικά επιχειρήματα.
Γιατί άραγε η Ευρωπαϊκή Ένωση δείχνει παγερά απόμακρη από τους λαούς της, από ορισμένους λαούς, αν προτιμάτε; Τη διακρίνει έλλειψη συνοχής, αξιοπιστίας και ισχύος. Ναι, ισχύος συλλογικής σε μία εποχή που οι προκλήσεις, ειδικά σε σχέση με την κοινωνική συνοχή και τις ασύμμετρες εξωτερικές απειλές, είναι πρωτόγνωρες. Οι λαϊκιστές πολιτικοί έχουν μεγάλο μερίδιο ευθύνης.
Θυμίζω ότι η Ελλάδα, αλλά και η Κύπρος, είναι τα μόνα κράτη – μέλη που, παρά τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν, εξακολουθούν να είναι τα προχωρημένα φυλάκια (outposts) της Ευρωπαϊκής Ένωσης και διέπονται από τις θεμελιώδεις αξίες και τα ιδεώδη της.
Που ακριβώς; Στα σύνορα με μία περιοχή που φλέγεται από πολέμους, μεγάλες ανατροπές και συγκρούσεις. Κυρίως όμως που χαρακτηρίζεται από ρευστότητα κα αβεβαιότητα.
Από το Γιβραλτάρ μέχρι τον Περσικό Κόλπο. Ούτε την Ελλάδα, ούτε την Ε.Ε., αλλά ούτε και την Ουάσιγκτον και το ΝΑΤΟ συμφέρει η (αυτο)καταστροφή.
Η γειτονική μας Τουρκία, αναμφίβολα, είναι μία ισχυρή δύναμη στην περιοχή. Δεν ακούω όμως την τουρκική ηγεσία να θεωρεί εαυτόν ως συντελεστή – κλειδί (key enabler) της πολιτικής –αν δεχθούμε ότι υφίσταται- της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην ευρύτερη περιοχή της Βορείου Αφρικής και Μέσης Ανατολής. Η σύγκρουση συμφερόντων, κατά την τελευταία τετραετία, είναι μεγαλύτερη της σύγκλισης.
Το ζήτημα συνεπώς δεν είναι μόνο δημοσιονομικό, χρέους και ρευστότητας. Έχει επίσης, μία άλλη στρατηγική – γεωπολιτική διάσταση. Αυτό είναι ένα πεδίο στο οποίο θα μπορούσε να φέρει το διπλωματικό της παίγνιο η Αθήνα. Με όρους προβολής της στρατιωτικής και στρατηγικής της συμβολής (Σούδα και όχι μόνο) και της σύμπτωσης των συμφερόντων.
Εξειδικεύω το σκεπτικό μου. Όταν ρίχνεσαι στην πιο κρίσιμη μάχη, από την έκβαση της οποίας κρίνεται η υπαρξιακή σου ταυτότητα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, έχεις κάθε δικαίωμα και υποχρέωση να επικαλεσθείς και προβάλλεις κα τα εξής επιχειρήματα:
- Είναι δυνατόν η Ευρωπαϊκή Ένωση να πείσει τους μουσουλμάνους, Άραβες και μη, γείτονές της, που βρίσκονται σε απόσταση μιλίων από την Κρήτη και τα Δωδεκάνησα, ότι είναι υπολογίσιμος παράγων σταθερότητας και αλληλεγγύης στην περιοχή τη στιγμή που είναι έτοιμη να θυσιάσει / να τιμωρήσει την Ελλάδα; Έστω, αν η Αθήνα δεν είναι άμοιρη ευθυνών;
- Εάν η ηγεμονική σου θέση και διάθεση είναι αυτή που πρυτανεύει και επικρατεί, τι μήνυμα στέλνεις στους λαούς με τους οποίους γειτονεύεις εκτός Ευρώπης; Με άλλα λόγια, όταν δεν μπορείς να συμβιβασθείς εντός Ευρωπαϊκής Ένωσης με διαφορετικές απόψεις και φωνές, πως πείθεις άλλους ότι είσαι μία ανεκτική κοινωνία;
- Η Ελλάδα, ως μέλος του ΝΑΤΟ, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και σύμμαχος των ΗΠΑ, παρέχει, προσφέρει τη Σούδα, τη σημαντικότερη, αναντικατάστατη βάση (naval facility) σε ολόκληρη τη Μεσόγειο και Μέση Ανατολή. Αν, ως υπόθεση εργασίας, συζητείτο το ενδεχόμενο οικονομικής κατάρρευσης της Ελλάδας, εκτιμά κάποιος σοβαρά ότι θα αφήσει ανεπηρέαστη την αποτρεπτική δύναμη της Ελλάδας ως μέλους του ΝΑΤΟ και συμμάχου κα εταίρου των ΗΠΑ σε διμερή βάση;
- Ποια -αλήθεια- θα είναι η εικόνα της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην ευρύτερη γειτονιά της, αν αφεθεί λόγω επιμονής σε εσφαλμένους χειρισμούς, να κατρακυλήσει στον γκρεμό η Ελλάδα; Αλήθεια, το ζήτημα είναι μόνο χρέους και δημοσιονομικό; Δεν είναι και πολιτικό; Δεν αφορά στην επιχειρησιακή δυνατότητα του ΝΑΤΟ στη Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή; Όποιος πριονίζει το κλαδί επάνω στο οποίο κάθεται, πέφτει. Αυτό ισχύει, σίγουρα, για την πολιτική των Αθηνών. Ισχύει, επίσης, για τις Βρυξέλλες και για το Βερολίνο. Εκτιμώ ότι η ίδια εικόνα και οι συνέπειες τυχόν κατάρρευσης της Ελλάδας θα είναι τα χειρότερα διαπιστευτήρια της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΝΑΤΟ στη Μόσχα, στη Μέση Ανατολή και στη Βόρειο Αφρική. Ειδικά στην κρίσιμη αυτή συγκυρία της μεταψυχροπολεμικής Ευρώπης.
Τα συμφέροντα των ΗΠΑ
Όπως είναι φυσικό, η πέραν του Ατλαντικού, φίλη και σύμμαχος, υπερδύναμη ενδιαφέρεται, πρωτίστως, για τα δικά της συμφέροντα που εξυπηρετούνται καλύτερα, εάν ενδεικτικά συντρέχουν και τα εξής:
- Πολιτική και κοινωνική σταθερότητα – στο μέτρο του δυνατού και του προβλέψιμου- στις χώρες – μέλη της Ε.Ε. και του ΝΑΤΟ. Αυτό ισχύει και για την Ελλάδα
- Ολοκλήρωση της Ευρω-ατλαντικής εμπορικής και οικονομικής συνεργασίας που προϋποθέτει σταθερότητα και ανάπτυξη στις δύο πλευρές του Ατλαντικού
- Αύξηση της συμβολής – συμμετοχής των ευρωπαϊκών χωρών του ΝΑΤΟ στις αμυντικές δαπάνες και στις επιχειρήσεις εντός και εκτός του ευρωπαϊκού θεάτρου επιχειρήσεων.
Τυχόν δραματική έκβαση στις σχέσεις της Ελλάδας με τους εταίρους της, μιας χώρας που εξακολουθεί να έχει από τις ψηλότερες (παρά την κρίση) αμυντικές δαπάνες, θα προκαλέσει αλυσιδωτές πολιτικές, αμυντικές και γεωπολιτικές απώλειες και ζημίες στην Ε.Ε. και στο ΝΑΤΟ.
Επέλεξα για να κλείσω αυτό το κείμενο, ένα απόσπασμα από τον Θουκυδίδη: Γράφει:
«Όταν οι άνθρωποι ριχτούν στον πόλεμο (προτιμώ τον όρο σύγκρουση), αρχίζουν από εκείνο με το οποίο θα έπρεπε να τελειώσουν. Αρχίζουν από τη δράση και μόνο αν κακοπάθουν αρχίζουν τις διαπραγματεύσεις».
Ας το έχουν υπόψη τους τόσο η Αθήνα όσο και οι Βρυξέλλες.
Το κείμενο του Αλ. Μαλλιά παραδόθηκε πριν από τη συμφωνία στο Eurogroup, αλλά, προφανώς, ισχύει πλήρως, αν όχι περισσότερο, μετά την ολοκλήρωσή της.
Πηγή περιοδικό "Άμυνα και Διπλωματία", τεύχος Μαρτίου 2015
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου