Mια μεγάλη και άλυτη απορία μου σχετικά με τον δημόσιο λόγο στα χρόνια της κρίσης είναι πώς άνθρωποι, που θα έλεγε κανείς ότι ήταν εχέφρονες και διαβασμένοι ή καλλιεργημένοι, με στοιχειώδη έστω γνώση της ιστορίας και μια κάποια δεξιότητα στην επίκλησή της, και με μια τέλος πάντων ικανότητα να βάζουν δυο-τρεις συλλογισμούς σε μια σειρά, κατέληξαν να γράφουν τέτοιες εστέτ ψευδοπολιτικές ανοησίες.
Του Αυγουστίνου Ζενάκου
Δεν αναρωτιέμαι γιατί αυτοί οι άνθρωποι έχουν αυτή την πολιτική θέση, ούτε διαφωνώ μαζί της, διότι απλούστατα δεν υπάρχει καμία πολιτική θέση· πρόκειται για κρετινισμούς από κάθε άποψη -τόσο οποιασδήποτε ιστορικής αντίληψης όσο και θεωρητικής συνέπειας-, για αχταρμά κάθε είδους σφαλμάτων, ιστορικών και λογικών, για μέντλεϊ από χαζομάρες, για απάνθισμα μαργαριταριών, που θα έπρεπε να κυκλοφορεί σαν εκείνα τα βάιραλ με τις εξωφρενικές απαντήσεις αμερικανών μαθητών σε διαγωνίσματα του σχολείου.
Διάβαζα χθες, για κακή μου τύχη, τον Τάκη Θεοδωρόπουλο, το κείμενό του «Η ηθικοπλαστική της βίας» στην Καθημερινή. Από τον μύθο της γενέσεως στον Πλάτωνα, λέει, μαθαίνουμε ότι «η απειλή της αλληλοσφαγής είναι συγγενής διαμαρτία της ανθρώπινης συνύπαρξης, κοινώς της κοινωνίας» και ότι δεν μπορεί να εξαφανιστεί, «όπως δεν μπορείς να εξαφανίσεις την αρρώστια, όπως δεν μπορείς να εξαφανίσεις την πείνα, τον θάνατο, τις επιδημίες, όπως δεν μπορείς να εξαφανίσεις το “κακό”, σε πείσμα των υποσχέσεων του χριστιανισμού και της σύγχρονης άθεης εκδοχής του, του μαρξισμού». Εκεί, αμέσως, μπαμ!, ο άκυρος συλλογισμός. Αρρώστια, πείνα και θάνατος, μαζί, «συγγενείς διαμαρτίες» της κοινωνίας. Η αρρώστια δεν εξαφανίζεται. Ούτε η πείνα. Αρρώστια – γενικά. Πείνα – γενικά. Είμαστε καταδικασμένοι να αρρωσταίνουμε και να πεινάμε. Είναι και τα δύο σαν να λέμε θάνατος. Το «κακό». Μα είναι σκέψη τώρα τούτο δω; Και πού λέει ο Μαρξ, κατά την ανάγνωση του πρεσβευτή της ανερυθρίαστης κοινοτοπίας «ο μαρξισμός είναι άθεος χριστιανισμός», ότι στόχος είναι η εξάλειψη του «κακού»; Τη διάκριση ανάμεσα σε κοινωνική αδικία και μεταφυσικό «κακό» δεν την κρίνει σημαντική αυτός ο ρέκτης της συγκριτικής μελέτης χριστιανικής θεολογίας και πολιτικής οικονομίας; Η «διαμαρτία» μας μάρανε.
«Η βία» λέει «υπάρχει στα συστατικά της κοινωνίας, είναι στοιχείο του οικοδομήματος και το όλο ζήτημα δεν είναι πώς θα την εξαφανίσεις, αλλά πώς θα τη διαχειρισθείς». Ναι, άνθρωπέ μου, προφανώς, δεν υπάρχει ιστορικό πολιτικό σύστημα που να ευαγγελίζεται μια διαρκή κατάσταση γενικευμένης βίας. (Ωχ, σας μίλησα και στον ενικό, να πάρει, παρασύρθηκα, τη δημοκρατία και το νου σας.) Ο κ. Θεοδωρόπουλος ανακάλυψε ένα πρόβλημα που δεν υπάρχει. Αυτό που υπάρχει δεν του έχει ξημερώσει ακόμη, κι ας μας απασχολεί μερικούς αιώνες: Νομιμότητα και νομιμοποίηση δεν είναι έννοιες ταυτόσημες. Η νόμιμη διαχείριση της βίας δεν είναι ικανή συνθήκη για ένα δημοκρατικό πολίτευμα, ικανή συνθήκη είναι η νομιμοποιημένη διαχείριση, και η νομιμοποίηση στις νεωτερικές δημοκρατίες είναι έννοια ευρύτερη του νόμου – γι’ αυτό και τα συντάγματα είναι πρωτίστως πολιτικά και όχι νομικά κείμενα. Αν, βέβαια, ο κ. Θεοδωρόπουλος ήταν βουτηγμένος στις θεολογικές του μελέτες, μπορεί να μην τα πέτυχε αυτά. Ούτε ο Μαρξ ενδείκνυται απαραιτήτως, μ’ όλο που φαίνεται ο κ. Θεοδωρόπουλος να τον παίζει στα δάχτυλα. Μπορεί όμως, όταν έχει χρόνο, να τα βρει στο σπουδαιότερο ίσως φιλελευθεροδημοκρατικό κείμενο, την αμερικανική Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας. Υπάρχει στο διαδίκτυο. Όπως και η Wikipedia.
«Η βία» λέει «δεν έχει άκρα, ένα ή δύο. Για τον απλούστατο λόγο ότι η βία είναι άκρο εξ ορισμού. Από τη στιγμή που αποδέχεσαι τη βία ως μέσο άσκηση πολιτικής ξεπερνάς τα όρια της δημοκρατίας, είτε είσαι Ροβεσπιέρος, είτε Λένιν, είτε είσαι Μιχαλολιάκος...» Μα, είναι για να εξοργίζεσαι, τι είναι αυτό πάλι; Ποια όρια ποιας δημοκρατίας ξεπέρασε ο Ροβεσπιέρος; Μοναρχία ήταν και κάνανε επανάσταση. Ο Λένιν; Ο Λένιν ξεπέρασε τα όρια της δημοκρατίας; Κάτι τσάρους εκεί πέρα, τους πήρε κανενός το μάτι; Καλά, αυτός δεν ντρέπεται, αυτοί που τον δημοσιεύουν; Σοβαρά, τώρα, ας είναι η Καθημερινή δεξιά, νεοφιλελεύθερη, μνημονιακή, πείτε την ό,τι θέλετε, ένα στέλεχος δεν υπάρχει εκεί πέρα να πει: ναι, θέλεις να παίξεις τον απολογητή του Σαμαρά και του Δένδια, καλά κάνεις, αλλά πάρτο πίσω αυτό, βρες κανένα επιχείρημα της προκοπής, καλέ μου άνθρωπε, αυτό είναι ανοησία, δεν μπορούμε να το δημοσιεύσουμε, μας κάνεις ρεζίλι;
Το μεγαλειώδες εύρημα με το «Λιζάκι» το αφήνω, όπως και την εισαγωγή της έννοιας της «ελαφρότητας» ως χαρακτηριστικού κοινωνιών. Θα μπορούσα να πω ότι το πρώτο είναι σεξιστικό και μάλιστα ανήκει στη χυδαιότερη εκείνη εκδοχή του σεξισμού, όπου δεν αποτελεί καν μέρος του επιχειρήματος αλλά καλολογικό στοιχείο – ο συγγραφέας θα μπορούσε, δηλαδή, να το αφήσει απ’ έξω αλλά έσπαγε πλάκα με την πάρτη του. Και θα μπορούσα να πω ότι το δεύτερο είναι παροιμιώδης θεωρητική τσαπατσουλιά, σκέτη υπόκλιση στην καφενειακή αμπελοφιλοσοφία. Αλλά δεν έχει νόημα.
Δεν έχει νόημα διότι το να αντικρούει κανείς τον κ. Θεοδωρόπουλο σημαίνει ότι σε έναν βαθμό κάνει πολιτικό διάλογο, έστω και υπό το βάρος της οργής απέναντι στην ανοησία. Αυτό το κείμενο, όμως, όπως και πολλά του είδους του, δεν είναι για πολιτικό διάλογο, είναι για σφαλιάρες. Εντάξει, μην παρεξηγηθώ, μεταφορικές σφαλιάρες, όχι τις άλλες με τις οποίες υπερέβησαν τα όρια της δημοκρατίας ο Ροβεσπιέρος και ο Λένιν.
Του Αυγουστίνου Ζενάκου
Δεν αναρωτιέμαι γιατί αυτοί οι άνθρωποι έχουν αυτή την πολιτική θέση, ούτε διαφωνώ μαζί της, διότι απλούστατα δεν υπάρχει καμία πολιτική θέση· πρόκειται για κρετινισμούς από κάθε άποψη -τόσο οποιασδήποτε ιστορικής αντίληψης όσο και θεωρητικής συνέπειας-, για αχταρμά κάθε είδους σφαλμάτων, ιστορικών και λογικών, για μέντλεϊ από χαζομάρες, για απάνθισμα μαργαριταριών, που θα έπρεπε να κυκλοφορεί σαν εκείνα τα βάιραλ με τις εξωφρενικές απαντήσεις αμερικανών μαθητών σε διαγωνίσματα του σχολείου.
Διάβαζα χθες, για κακή μου τύχη, τον Τάκη Θεοδωρόπουλο, το κείμενό του «Η ηθικοπλαστική της βίας» στην Καθημερινή. Από τον μύθο της γενέσεως στον Πλάτωνα, λέει, μαθαίνουμε ότι «η απειλή της αλληλοσφαγής είναι συγγενής διαμαρτία της ανθρώπινης συνύπαρξης, κοινώς της κοινωνίας» και ότι δεν μπορεί να εξαφανιστεί, «όπως δεν μπορείς να εξαφανίσεις την αρρώστια, όπως δεν μπορείς να εξαφανίσεις την πείνα, τον θάνατο, τις επιδημίες, όπως δεν μπορείς να εξαφανίσεις το “κακό”, σε πείσμα των υποσχέσεων του χριστιανισμού και της σύγχρονης άθεης εκδοχής του, του μαρξισμού». Εκεί, αμέσως, μπαμ!, ο άκυρος συλλογισμός. Αρρώστια, πείνα και θάνατος, μαζί, «συγγενείς διαμαρτίες» της κοινωνίας. Η αρρώστια δεν εξαφανίζεται. Ούτε η πείνα. Αρρώστια – γενικά. Πείνα – γενικά. Είμαστε καταδικασμένοι να αρρωσταίνουμε και να πεινάμε. Είναι και τα δύο σαν να λέμε θάνατος. Το «κακό». Μα είναι σκέψη τώρα τούτο δω; Και πού λέει ο Μαρξ, κατά την ανάγνωση του πρεσβευτή της ανερυθρίαστης κοινοτοπίας «ο μαρξισμός είναι άθεος χριστιανισμός», ότι στόχος είναι η εξάλειψη του «κακού»; Τη διάκριση ανάμεσα σε κοινωνική αδικία και μεταφυσικό «κακό» δεν την κρίνει σημαντική αυτός ο ρέκτης της συγκριτικής μελέτης χριστιανικής θεολογίας και πολιτικής οικονομίας; Η «διαμαρτία» μας μάρανε.
«Η βία» λέει «υπάρχει στα συστατικά της κοινωνίας, είναι στοιχείο του οικοδομήματος και το όλο ζήτημα δεν είναι πώς θα την εξαφανίσεις, αλλά πώς θα τη διαχειρισθείς». Ναι, άνθρωπέ μου, προφανώς, δεν υπάρχει ιστορικό πολιτικό σύστημα που να ευαγγελίζεται μια διαρκή κατάσταση γενικευμένης βίας. (Ωχ, σας μίλησα και στον ενικό, να πάρει, παρασύρθηκα, τη δημοκρατία και το νου σας.) Ο κ. Θεοδωρόπουλος ανακάλυψε ένα πρόβλημα που δεν υπάρχει. Αυτό που υπάρχει δεν του έχει ξημερώσει ακόμη, κι ας μας απασχολεί μερικούς αιώνες: Νομιμότητα και νομιμοποίηση δεν είναι έννοιες ταυτόσημες. Η νόμιμη διαχείριση της βίας δεν είναι ικανή συνθήκη για ένα δημοκρατικό πολίτευμα, ικανή συνθήκη είναι η νομιμοποιημένη διαχείριση, και η νομιμοποίηση στις νεωτερικές δημοκρατίες είναι έννοια ευρύτερη του νόμου – γι’ αυτό και τα συντάγματα είναι πρωτίστως πολιτικά και όχι νομικά κείμενα. Αν, βέβαια, ο κ. Θεοδωρόπουλος ήταν βουτηγμένος στις θεολογικές του μελέτες, μπορεί να μην τα πέτυχε αυτά. Ούτε ο Μαρξ ενδείκνυται απαραιτήτως, μ’ όλο που φαίνεται ο κ. Θεοδωρόπουλος να τον παίζει στα δάχτυλα. Μπορεί όμως, όταν έχει χρόνο, να τα βρει στο σπουδαιότερο ίσως φιλελευθεροδημοκρατικό κείμενο, την αμερικανική Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας. Υπάρχει στο διαδίκτυο. Όπως και η Wikipedia.
«Η βία» λέει «δεν έχει άκρα, ένα ή δύο. Για τον απλούστατο λόγο ότι η βία είναι άκρο εξ ορισμού. Από τη στιγμή που αποδέχεσαι τη βία ως μέσο άσκηση πολιτικής ξεπερνάς τα όρια της δημοκρατίας, είτε είσαι Ροβεσπιέρος, είτε Λένιν, είτε είσαι Μιχαλολιάκος...» Μα, είναι για να εξοργίζεσαι, τι είναι αυτό πάλι; Ποια όρια ποιας δημοκρατίας ξεπέρασε ο Ροβεσπιέρος; Μοναρχία ήταν και κάνανε επανάσταση. Ο Λένιν; Ο Λένιν ξεπέρασε τα όρια της δημοκρατίας; Κάτι τσάρους εκεί πέρα, τους πήρε κανενός το μάτι; Καλά, αυτός δεν ντρέπεται, αυτοί που τον δημοσιεύουν; Σοβαρά, τώρα, ας είναι η Καθημερινή δεξιά, νεοφιλελεύθερη, μνημονιακή, πείτε την ό,τι θέλετε, ένα στέλεχος δεν υπάρχει εκεί πέρα να πει: ναι, θέλεις να παίξεις τον απολογητή του Σαμαρά και του Δένδια, καλά κάνεις, αλλά πάρτο πίσω αυτό, βρες κανένα επιχείρημα της προκοπής, καλέ μου άνθρωπε, αυτό είναι ανοησία, δεν μπορούμε να το δημοσιεύσουμε, μας κάνεις ρεζίλι;
Το μεγαλειώδες εύρημα με το «Λιζάκι» το αφήνω, όπως και την εισαγωγή της έννοιας της «ελαφρότητας» ως χαρακτηριστικού κοινωνιών. Θα μπορούσα να πω ότι το πρώτο είναι σεξιστικό και μάλιστα ανήκει στη χυδαιότερη εκείνη εκδοχή του σεξισμού, όπου δεν αποτελεί καν μέρος του επιχειρήματος αλλά καλολογικό στοιχείο – ο συγγραφέας θα μπορούσε, δηλαδή, να το αφήσει απ’ έξω αλλά έσπαγε πλάκα με την πάρτη του. Και θα μπορούσα να πω ότι το δεύτερο είναι παροιμιώδης θεωρητική τσαπατσουλιά, σκέτη υπόκλιση στην καφενειακή αμπελοφιλοσοφία. Αλλά δεν έχει νόημα.
Δεν έχει νόημα διότι το να αντικρούει κανείς τον κ. Θεοδωρόπουλο σημαίνει ότι σε έναν βαθμό κάνει πολιτικό διάλογο, έστω και υπό το βάρος της οργής απέναντι στην ανοησία. Αυτό το κείμενο, όμως, όπως και πολλά του είδους του, δεν είναι για πολιτικό διάλογο, είναι για σφαλιάρες. Εντάξει, μην παρεξηγηθώ, μεταφορικές σφαλιάρες, όχι τις άλλες με τις οποίες υπερέβησαν τα όρια της δημοκρατίας ο Ροβεσπιέρος και ο Λένιν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου