Του Γιάννη Κριτσαντώνη
Βόμβα στα θεμέλια της σύγχρονης γερμανικής δημοσιογραφίας, αποτελεί το βιβλίο του πρώην αρχισυντάκτη της Frankfurter Allgemeine Zeitung, Ούντο Ούλφκότε, που κυκλοφόρησε τους τελευταίους μήνες στη Γερμανία, με τον ιδιαίτερα σκληρό τίτλο «Αγορασμένοι δημοσιογράφοι».
Χαρακτηριστικά κεφάλαια του βιβλίου όπως: «Τα δύο τρίτα των δημοσιογράφων στη Γερμανία είναι δωροδοκίσιμοι», «Οι πεμπτοφαλαγγίτες των ΗΠΑ», «Το παραμύθι της Μέρκελ – έτσι ψεύδεται η καγκελαρία στο λαό», «Πώς λαδώθηκα από εταιρία πετρελαιοειδών», «δημοσιογραφικά ταξίδια και φοροαπάτες», «Πώς πληρώνονται οι βίλλες στην Τοσκάνη», «Πίσω από την FAZ υπάρχει ένα διεφθαρμένο κεφάλι» και «Αγόρασε κι εσύ έναν δημοσιογράφο, μπορείς!», δείχνουν τη σαπίλα του σημερινού δημοσιογραφικού κατεστημένου στη Γερμανία, των ανθρώπων που μας κουνούν το δάχτυλο και απαξιώνουν καθημερινά τη χώρα μας με πληρωμένα «ρεπορτάζ
Ο επί δεκαεπτά χρόνια αρχισυντάκτης μιας από τις μεγαλύτερες γερμανικές εφημερίδες, αποφάσισε να δώσει στη δημοσιότητα δεκάδες μεγάλα ονόματα (και πρώτα πρώτα το… δικό του) και άλλα μικρότερα εν ενεργεία συναδέλφων του, της τηλεόρασης , εφημερίδων και περιοδικών που κατέχουν σήμερα σημαντικές θέσεις ασκώντας, όχι μόνο «αγορασμένη δημοσιογραφία», αλλά και φοροδιαφυγή, αφού, όπως αναφέρει, «αρκετοί από αυτούς έχουν πολυτελείς βίλες στην Τοσκάνη, αδήλωτες στην γερμανική εφορία, μια και έχουν σπόνσορες μεγάλες εταιρίες. Εταιρίες που τους πληρώνουν με 5.000, 10.000 και 15.000 ευρώ για να γράψουν ένα καλό κομμάτι ανάλογο με τα συμφέροντά τους ή ακόμα και να κάνουν ανοιχτά ένα καλό PR (Public Relations), μέσω των εντύπων τους ή του τηλεοπτικού φορέα στον οποίο εργάζονται», αναφέροντας στο θέμα αυτό και τον σημερινό παρουσιαστή του κεντρικού δελτίου της ZDF Κλάους Βέμπερ.
Αυτό που προκαλεί ιδιαίτερη εντύπωση, είναι στην αρχή του βιβλίου, όταν ο Ούντο Ούλφκότε, ρωτάει τον Ζαν κλώντ Γουνκέρ, «πώς γίνεται τα κορυφαία μας ΜΜΕ να δοξάζουν το Ευρώ και το μέλλον της ΕΕ, ενώ εκατομμύρια πολίτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης στέκονται διστακτικά απέναντί της», η απάντηση που παίρνει από τον σημερινό πρόεδρο της Κομισιόν είναι αποκαλυπτική, αλλά και εξωφρενική, ο οποίος απαντά ως άλλος μάγειρας:
«Παίρνουμε μία απόφαση και τη βάζουμε σ ένα κλειστό δωμάτιο. Την αφήνουμε αρκετές μέρες να ωριμάσει και να δούμε τι θα γίνει και αν μέχρι τότε δεν υπάρξει καμία κραυγή ή… επανάσταση, ( άλλωστε οι περισσότεροι δεν καταλαβαίνουν τι αποφασίσαμε),τότε την βγάζουμε και την σερβίρουμε κομμάτι – κομμάτι (βήμα-βήμα) μέχρι να μην υπάρχει πλέον επιστροφή» (!!)
Εντύπωση επίσης προκαλεί και ένα ολιγόλογο σημείωμα, συγγραφέα και εκδότη, στο εσώφυλλο όπου αναφέρονται τα στοιχεία του βιβλίου (έκδοση, ημερομηνία, εκτύπωση, τιράζ κλπ) στο οποίο σημειώνουν χαρακτηριστικά τα εξής: «… Οι πληροφορίες που δημοσιεύονται είναι επεξεργασμένες και ηλεγμένες με ιδιαίτερη προσοχή. Τυχόν ευθύνη του συγγραφέα και του εκδότη για ζημιές σε πρόσωπα και περιουσίες δεν είναι δεκτή». Δηλ. σε απλά ελληνικά, «αγωγές και μηνύσεις δεν εξυπηρετούν σε τίποτα και δεν γίνονται δεκτές, αφού τα κείμενα αυτά είναι στοιχειοθετημένα και προσεκτικά γραμμένα…». (Προφανώς ο συγγραφέας έχει κι άλλους «άσσους στο μανίκι» για τα ονόματα που «δίνει» !)
Ο επί δεκαεπτά χρόνια αρχισυντάκτης της Frankfurter Allgemeine Zeitung περιγράφει λεπτομερώς πώς «έρχονταν οι προσκλήσεις για ρεπορτάζ στην εφημερίδα από υπουργούς της κυβέρνησης, από την καγκελαρία, από ξένες κυβερνήσεις, από την ίδια την BND (σ.σ. Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Πληροφοριών) ή την CIA, τραπεζίτες ή μεγάλες εταιρίες όπως π.χ. η Shell, και πώς «η ιδιοκτησία της εφημερίδας κανόνιζε μαζί μου ποιος συνάδελφος θα καλύψει το ρεπορτάζ, το οποίο συνήθως ήταν πλουσιοπάροχα καλυμμένο με 5άστερα ξενοδοχεία, δωρεάν μετακινήσεις με ελικόπτερα, πάντα πρώτη θέση στο αεροπλάνο και φαγητά στα καλύτερα εστιατόρια, συν τα δώρα (χρηματικά ή άλλα, όπως πανάκριβα ρολόγια), στο τέλος της αποστολής».
«Μετείχα κι εγώ σε πάρα πολλές τέτοιες αποστολές για στημένα ρεπορτάζ, ανταποκριτής σε πολεμικά μέτωπα, μεταφέροντας τις πληροφορίες από εκεί σύμφωνα με τις επιταγές της εργοδοσίας μου. Μετείχα σε «ρεπορτάζ», φτάνοντας μέχρι το Ομάν για να γράψω τα καλύτερα λόγια για τον αιμοσταγή δικτάτορα της χώρας, οι μετακινήσεις μου ήταν πάντα με κλιματιζόμενο ελικόπτερο, η σουίτα μου ήταν υπερπολυτελής, στο εστιατόριο με περίμενε πάντα σπέσιαλ φαγητό και το βράδυ στο κομοδίνο της σουίτας μου υπήρχε ένα πανάκριβο ρολόι δώρο του σουλτάνου. Ντρέπομαι. Ντρέπομαι σήμερα για όλα αυτά και ζητάω συγνώμη. Εγώ, ο συγγραφές αυτού του βιβλίου, υπήρξα διεφθαρμένος, κατηύθυνα και παραπληροφόρησα αναγνώστες. Τα αναφέρω για να μην ασκήσουν τέτοιου είδους δημοσιογραφία οι νεώτεροι συντάκτες», λέει χαρακτηριστικά ο Ούντο Ούλφκότε.
Και συνεχίζει: «Συνάδελφος (και αναφέρει το όνομά του) ‘άρρωστος’ με τα βαριά δίκυκλα έψαχνε απεγνωσμένα να βρει ανταλλακτικά για τη μηχανή του στη Γερμανία και ήταν πανάκριβα. Σε ταξίδι του με το κυβερνητικό αεροσκάφος στην Αμερική βρήκε ολόκληρη μηχανή, την έκανε μικρά κομμάτια, την πήρε μαζί του στο αεροπλάνο της καγκελαρίας και την έφερε στη Γερμανία. Φυσικά δεν πλήρωσε τίποτα διότι δεν περάσαμε από τελωνείο, όπως και μερικοί άλλοι συνάδελφοι εκμεταλλευόμενοι το αεροπλάνο της Luftwaffe»(σ.σ. το χρησιμοποιεί ως προεδρικό αεροσκάφος η καγκελαρία).
Αναφερόμενος στη διαπλοκή των δημοσιογράφων με τις μυστικές υπηρεσίες, αναφέρει ότι «φτάσαμε στο σημείο να εγκαταστήσει γραφείο απέναντι από την εφημερίδα η BND και οι πράκτορές της να δίνουν κομμάτια για δημοσίευση κατευθείαν, παρακάμπτοντας τους πάντες. Εξάλλου δημοσιογράφοι συνδεδεμένοι με διάφορες αμερικάνικες οργανώσεις, συνδεδεμένες με τη σειρά τους με την CIA, Μπίλντενμπεργκ κλπ, παίρνουν αμερικανικά βραβεία. Και ποιος τα απονείμει; Η Σαμπίνε Κρίστιανσεν και ο Στέφαν Κορνέλιους από την Süddeutsche zeitung»(σ.σ. γνωστοί αρθρογράφοι). «Για κάθε «καλό ρεπορτάζ» και ανάλογα με το πόσο αυτό επηρεάζει την κοινή γνώμη, ο αμερικανός πρέσβης στη Γερμανία πληρώνει από 3670 μέχρι και 14700 ευρώ τους δημοσιογράφους».
Και τέλος επισημαίνει:
Όταν γυρίσουν οι συντάκτες από το ρεπορτάζ στο εξωτερικό, παίρνουν εκτός του μισθού τους και εκτός έδρας ενδεικτικά αναφέρω π.χ. 57 ευρώ την ημέρα για παραμονή στο Χιούστον, 64 ευρώ στη Νορβηγία, 70 ευρώ στη Σουηδία, 77 ευρώ στην Αγκόλα κ.ο,κ. Αλλά τα έξοδά τους, όπως προανέφερα, είναι ήδη πληρωμένα από σπόνσορες και αυτά φυσικά περνιούνται σαν έξοδα της εφημερίδας. Δηλαδή πληρώνει ο φορολογούμενος πολίτης ως… σπόνσορας άλλη μια φορά το ταξίδι του δημοσιογράφου. Κι αυτός ο έρμος πολίτης εκεί έξω δεν έχει ιδέα για όλα αυτά» καταλήγει ο πρώην αρχισυντάκτης της FAZ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου