Παρασκευή 4 Οκτωβρίου 2013

Στην κυβέρνηση ή στον Κορυδαλλό, χρήσιμοι ούτως ή άλλως...

Του Γιώργου Καραμπελιά

Πριν ένα μήνα, ο σύμβουλος του Α. Σαμαρά, Π. Μπαλτάκος, δήλωνε «πως είναι απευκταίο, αλλά αν χρειαστεί μπορούμε να συγκυβερνήσουμε και με τη Χρυσή Αυγή», ενώ ο έτερος μυστικοσύμβουλος, Χρύσανθος Λαζαρίδης, δεν πρόλαβε να εγκαταλείψει αυτή τη γραμμή ακόμα και τις πρώτες μέρες μετά τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα και επέμενε στην εξίσωση Χ.Α. και ΣΥΡΙΖΑ. 
Όμως, μέσα σ’ ένα μήνα, τα πράγματα αντιστράφηκαν και οι παρ’ ολίγον κυβερνητικοί εταίροι μεταβλήθηκαν σε «εγκληματική οργάνωση» και πήραν τον δρόμο για τη φυλακή. 
Οι συνέπειες αυτής της μεταστροφής για τις μελλοντικές πολιτικές εξελίξεις θα είναι τεράστιες. 
Τι μεσολάβησε όμως για να πραγματοποιηθεί;


Πρώτο και κύριο, όπως έχουμε επισημάνει αναρίθμητες φορές εδώ και ένα χρόνο, το γεγονός ότι η Χ.Α. δεν κατόρθωσε να μετασχηματιστεί από συμμορία σε πολιτικό κόμμα και να ενώσει όλο τον «χώρο», από χουντοβασιλικούς μέχρι ανεγκέφαλους πατριώτες, απόστρατους αξιωματικούς και αστυνομικούς, σε ένα «ευπρόσωπο» ακροδεξιό κόμμα. Ένα τέτοιο κόμμα, στις συνθήκες της τεκτονικής κρίσης που ζει η Ελλάδα, θα μπορούσε άνετα να ξεπεράσει το 10% ακόμα και το 15% των ψηφοφόρων.
Η Χ.Α., ενώ έτεινε να προσεγγίσει ανάλογα εκλογικά επίπεδα, παρέμενε ταυτόχρονα μια μικρή ομάδα ναζιστών που δεν αντιστοιχούσε στο νέο της μεγεθυμένο ηγετικό ρόλο και η συντριπτική πλειοψηφία των οπαδών ή των ψηφοφόρων της συντασσόταν μαζί της για «να τιμωρήσει το σύστημα», «παρά τα αποτρόπαια χαρακτηριστικά» της.

Δηλαδή, δεν είχαν δημιουργήσει εκείνη την ιδεολογική σύνδεση με τους ψηφοφόρους τους και τους οπαδούς τους που θα τους επέτρεπε να κινητοποιήσουν χιλιάδες ή δεκάδες χιλιάδες άτομα σε περίπτωση δίωξής τους, και θα τους καθιστούσε ουσιαστικά άτρωτους. Αυτή ήταν η βασική εγγενής αδυναμία του μορφώματος της Χ.Α., που μπορούσε εύκολα να τους μεταβάλει σε αντικείμενο αστυνομικής και εισαγγελικής δίωξης. Συνέχισαν υπό την καθοδήγηση των βουλευτών τους να οργανώνουν ομάδες εφόδου, να γυμνάζονται σε στρατόπεδα, να κρύβουν όπλα, και – υπέρτατη ύβρις προς την παραδοσιακή ακροδεξιά– να επιτεθούν ακόμα και στους εναπομείναντες ταγματασφαλίτες του Μελιγαλά.

Έτσι, η δολοφονία του Παύλου Φύσσα, εντασσόμενη στη στρατηγική της κατάληψης δια της βίας των λαϊκών συνοικιών, ήρθε να ξεχειλίσει το ποτήρι. Ήταν οι ίδιοι οι βουλευτές ή και ο «αρχηγός» που συνέχισαν να δίνουν εντολές για τις εγκληματικές ενέργειες. Όπως προσφυώς αναφέρει ένας «πατριώτης» του διαδικτύου, η Χ.Α. δεν είχε πραγματοποιήσει έναν διαχωρισμό ανάλογο με εκείνον του Sin Fein με τον ΙRΑ, ή ανάμεσα στους Αδελφούς Μουσουλμάνους και τα ένοπλα τμήματα της Χαμάς, θα συμπληρώναμε εμείς. Όσο υβριστικός και αν είναι ο παραλληλισμός ανάμεσα σε μεγάλα ιστορικά κινήματα και μπράβους, μας βοηθάει να κατανοήσουμε την πραγματικότητα: Η ελληνική ακροδεξιά δεν μπορεί να έχει Sin Fein ούτε και ΙRΑ, διαθέτει μόνον παρακρατικούς. Αυτός είναι ο πρώτος και κύριος λόγος για τον οποίο κατέστη δυνατό στο κράτος να πλήξει το… παρακράτος. Διότι παρέμεινε τέτοιο ακόμα και μέσα στη Βουλή. Και, όπως ανέφερε σε μία ομιλία του ο… Παναγιώταρος, ίσως σε μια έκλαμψη ειλικρίνειας: «Μπουρ… το κράτος, μπουρ… και το παρακράτος»! Ένα τέτοιο σχήμα ήταν ευάλωτο σε οποιοδήποτε αποφασιστικό κτύπημα από την πλευρά του κράτους και, πάνω απ’ όλα, το έπνιξε το αίμα του Παύλου Φύσσα.

Παράλληλα, εκδηλώθηκε και μία ισχυρή πίεση στην κυβέρνηση από τον «διεθνή παράγοντα» ώστε να στραφεί ενάντια στη Χ.Α. Η Ευρωπαϊκή Ένωση απαιτούσε μέτρα εναντίον της πριν η Ελλάδα αναλάβει την προεδρία τον Ιανουάριο, και κάποιοι (όπως ο Σβόμποντα, πρόεδρος της σοσιαλιστικής ομάδας στο ευρωκοινοβούλιο), έφτασαν να απειλούν με αποκλεισμό της. Το Ισραήλ ανέβαλε δύο φορές τη συνάντηση των υπουργικών συμβουλίων για τον ίδιο λόγο (και, καθόλου τυχαία, αυτή ορίστηκε για τις 8 Οκτωβρίου στην Ιερουσαλήμ). Ανάλογη ήταν η πίεση από το διεθνές εβραϊκό λόμπι και από την αμερικανική κυβέρνηση. Από τη στιγμή και πέρα δε, που η Χ.Α., με τις τελευταίες της δολοφονικές ενέργειες, πέρασε στο προσκήνιο της διεθνούς επικαιρότητας, αυτή η πίεση έγινε αφόρητη και το σενάριο της συμπόρευσης κατέστη αδιανόητο. Έτσι, πέρασε σε πρώτο πλάνο το σχέδιο του συντριπτικού κτυπήματος στη Χ.Α., που εφαρμόζεται τις τελευταίες δέκα ημέρες. Ουσιαστικά, η Χ.Α. οδηγείται σε απαγόρευση και το μεγάλο ερώτημα είναι πού θα διοχετευτούν οι οπαδοί και οι ψηφοφόροι της.

Με βάση αυτά τα δεδομένα, αναπτύσσεται ένας έντονος προβληματισμός σε όλη την ελληνική κοινωνία, και κατ’ εξοχήν στον «αντιμνημονιακό» χώρο. Οι φαινομενικές και πραγματικές αντιφάσεις της κυβερνητικής στρατηγικής έχουν οδηγήσει σε σύγχυση και αλληλοσυγκρουόμενες απόψεις, σύγχυση που επιτείνεται όσο εξελίσσεται το κυβερνητικό μπλιτς-κριγκ εναντίον του Μιχαλολιάκου και της παρέας του. 
Έτσι, παρ’ ότι τον τελευταίο καιρό έχει φανεί ξεκάθαρα ότι η Χ.Α. χρησιμοποιούνταν κατ’ εξοχήν για τη διαίρεση των αντιμνημονιακών δυνάμεων σε αριστερούς και δεξιούς και για την αναμόχλευση ενός εμφυλιοπολεμικού κλίματος, ένα μεγάλο μέρος της Αριστεράς –παρότι ο Παύλος Φύσσας προερχόταν από αυτή–, έδειξε να «ανησυχεί» με την αιφνίδια στροφή της Ν.Δ. εναντίον της Χ.Α. διότι πέφτει θύμα της ίδιας της ρητορικής της. Το γεγονός, δηλαδή, ότι η Ν.Δ. χρησιμοποιούσε εν μέρει τη Χ.Α. οδήγησε στο συμπέρασμα ότι ταυτίζεται μαζί της, χωρίς να κατανοεί τόσο την αυτονομία του φασιστικού φαινομένου, όσο και το γεγονός πως εάν οι παρακρατικοί γίνουν επικίνδυνοι για το ίδιο το κράτος που τους εξέθρεψε, τότε το κράτος μπορεί να στραφεί βίαια εναντίον τους. 
Κατά τον ίδιο τρόπο, όταν έπεσε η δικτατορία, η Αριστερά δεν μπορούσε να κατανοήσει πως ο Καραμανλής θα «έδενε» τους χουντικούς και ακόμα περισσότερο πως θα στρεφόταν εναντίον του ίδιου του βασιλιά και της βασιλικής πτέρυγας της Δεξιάς. Οι παλαιότεροι θυμόμαστε τις κορώνες του Ανδρέα Παπανδρέου πως ο Καραμανλής αποτελεί μεταμφίεση της Χούντας και τη συμπεριφορά των αριστερών και αριστεριστών που κράτησαν τις οργανώσεις στην παρανομία για πάνω από ένα χρόνο μετά την πτώση της δικτατορίας, βασισμένοι στην ίδια ανάλυση. 
Κάτι ανάλογο συνέβη και τώρα, όταν μάλιστα η μετάβαση από τη μία στρατηγική (Μπαλτάκος και συγκυβέρνηση) στην άλλη (Δένδιας και Κορυδαλλός) έγινε μέσα σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα. 
Αυτή η σύγχυση, η οποία αφαίρεσε τη δυνατότητα από την Αριστερά και από τις αντιμνημονιακές δυνάμεις να καταγάγουν μια μεγάλη πολιτική νίκη, διεκδικώντας αυτές την πρωτοβουλία για τη διάλυση της ναζιστικής οργάνωσης, μέσα στη Βουλή, αμέσως μετά τη δολοφονία του Φύσσα, και άφησαν την πρωτοβουλία στην κυβέρνηση και τον Σαμαρά, αποδεικνύει την πολιτική τους ανωριμότητα.

Επιπλέον, καταδεικνύει την αδυναμία τους να αναγνώσουν σωστά την πολιτική και κοινωνική πραγματικότητα. Το ότι εκλαμβάνουν την ήττα της στρατηγικής Σαμαρά για συγκυβέρνηση με την Ακροδεξιά (βεβαίως σε μια εκδοχή πιο ευπρόσωπη από τη Χ.Α.) ως «θρίαμβό» του αποδεικνύει το πόσο βαθιά νυχτωμένοι είναι. 
Το ότι ο Σαμαράς υποχρεώθηκε να καταστρέψει το σενάριο μιας αμιγούς Δεξιάς εκδοχής συμμαχιών, και να επιστρέψει στις κεντροδεξιές αντιλήψεις του «μεσαίου χώρου», αποτελεί στην πραγματικότητα ήττα της ομάδας του στο εσωτερικό της Ν.Δ. και αντίστοιχα ενίσχυση των καραμανλικών, καθώς και του ΠΑ.ΣΟ.Κ. στο εσωτερικό της κυβέρνησης. Και, μεσοπρόθεσμα, αποτελεί νίκη για τις αντιμνημονιακές δυνάμεις, διότι αδυνατίζει τον κύριο μνημονιακό πόλο που είναι η σαμαρική Ν.Δ. Και τα πράγματα είναι πολύ απλά. 
Πιθανώς, ένα τμήμα των ψηφοφόρων της Χ.Α. να στραφεί προς τη Ν.Δ. Όμως, το μεγαλύτερο μέρος θα αναζητήσει είτε νέες πολιτικές εκφράσεις, είτε θα καταφύγει σε άλλα αντιμνημονιακά σχήματα. Η Χ.Α. αποτελούσε μια χρυσή ευκαιρία διαίρεσης των αντιμνημονιακών δυνάμεων η οποία χάθηκε. Έτσι, η αντιδιαστολή που κάνουν πάρα πολλοί, του τύπου «δεν πρέπει το αντιφασιστικό μέτωπο να αποτελέσει μέσο για το αδυνάτισμα του αντιμνημονιακού μετώπου», είναι απολύτως εσφαλμένη. Το αντιμνημονιακό μέτωπο, στην πραγματικότητα, είναι και αντιφασιστικό ταυτόχρονα.

Εξάλλου, αυτή η αδυναμία να αντιμετωπίσουν τον χαρακτήρα και τον ρόλο της Χ.Α. συνδέεται και με την αδυναμία τους να διαγνώσουν τη σημερινή στρατηγική και τις κατευθύνσεις των μνημονιακών δυνάμεων. Επειδή το μνημόνιο έχει επιτελέσει τους βασικούς του στόχους, της υποταγής της χώρας και της μεταβολής της σε αποικία χρέους, αυτές είναι έτοιμες να περάσουν σε μία νέα τακτική. Να διακηρύξουν ότι η περίοδος των μνημονίων έχει εξαντληθεί (δηλαδή έχει ολοκληρωθεί) και ότι, πλέον, δεν έχει νόημα ο διαχωρισμός μνημόνιο-αντιμνημόνιο αλλά ο διαχωρισμός ανάμεσα στις υπεύθυνες ευρωπαϊκές συντηρητικές δυνάμεις που συνεχίζουν το έργο της «εξυγίανσης» και τους «τυχοδιωκτισμούς» των αντιμνημονιακών. 
Σε αυτά τα πλαίσια εντασσόταν και η στρατηγική της προσέγγισης με τη Χ.Α: Σε ένα άμεσα προσεχές μέλλον, η αντιπαράθεση θα ξαναγυρνούσε στα γνωστά πλαίσια αριστερά-δεξιά (μαζί με την ακροδεξιά της), και θα ξέφευγε από το σχήμα μνημονιακοί-αντιμνημονιακοί. Γι’ αυτό και χαρακτηρίσαμε το γεγονός της αναγκαστικής στροφής ενάντια στη Χ.Α. ως μία ήττα αυτής της στρατηγικής. 
Ο Σαμαράς και η ομάδα του θα υποχρεωθούν είτε να ανακαλύψουν ένα πολιτικό υποκατάστατο της Χ.Α. είτε να ενσωματώσουν οι ίδιοι την ακροδεξιά διαμαρτυρία, πράγμα αδύνατο με βάση τη διεθνή και ευρωπαϊκή συγκυρία. 
Γι’ αυτό, λοιπόν, τη διαφαινόμενη διάλυση της Χ.Α. την θεωρούμε ταυτόχρονα και πλήγμα στις μνημονιακές δυνάμεις, που χάνουν ένα βασικό τους δεκανίκι. Εξάλλου, η Χ.Α. ήταν χρήσιμη για πολλούς, μια και συκοφαντούσε την έννοια του πατριωτισμού.

ΥΓ.1 Κατανοούμε, βέβαια, τα αισθήματα οργής πολλών φίλων και συναγωνιστών, που δεν μπορούν να ανεχθούν τα διαχρονικά παπαγαλάκια των ΜΜΕ και της πολιτικής σκηνής, που σήμερα πρωτοστατούν σε κραυγές ενάντια στη Χ.Α.
Όλοι εκείνοι που χθες υποστήριζαν με μανία τον Σημίτη, τον ΓΑΠ και τον… Σόιμπλε, όλοι εκείνοι που, μέχρι χθες, ήταν έτοιμοι να μεταβάλουν σε συνομιλητές τους τούς χρυσαυγίτες, αυτοί θέλουν να μεταβάλουν τις διώξεις εναντίον της Χ.Α. και σε εφαλτήριο για παραπέρα φασιστικοποίηση και αυταρχικοποίηση των θεσμών και του κράτους.

Όμως, αγαπητοί φίλοι, αυτό αποτελεί συνέπεια του γεγονότος ότι εγκαταλείψατε σε αυτούς την πρωτοβουλία της μάχης ενάντια στη Χ.Α. και γι’ αυτό θα δοκιμάσουν να την μεταβάλουν σε νίκη τους. Προφανώς, λοιπόν, πρέπει, εδώ και τώρα, να ενισχυθεί ένα δημοκρατικό πατριωτικό αντιμνημονιακό κίνημα που δεν θα επιτρέψει να μεταβληθεί η δίωξη κατά των φασιστών σε όπλο εκφασισμού των θεσμών και της πολιτείας. Και εάν οι αντιμνημονιακές δυνάμεις είχαν πάρει την πρωτοβουλία, στη Βουλή και στην κοινωνία, δεν θα την άφηναν στον Δένδια και τον… Σωτηρέλη, που, με την ευκαιρία της δίωξης κατά της ΧΑ, προωθούν τον εκφασισμό των θεσμών και τη διασταλτική ερμηνεία, αν όχι και την παραβίαση, του Συντάγματος.
Οι αντιμνημονιακοί έπρεπε, μέσα στη Βουλή, να ζητήσουν την άρση της ασυλίας των βουλευτών της Χ.Α. και αυτό πρέπει να κάνουν ακόμα και σήμερα, να επαναφέρουν τις διώξεις σε ένα επίπεδο δημοκρατικής νομιμότητας. Έτσι, δεν θα προσφέρουν και κανένα άλλοθι σε ψηφοφόρους της Χ.Α. να νιώθουν ή να παριστάνουν πως είναι «αδίκως διωκόμενοι».

ΥΓ.2 Υποστηρίζεται, παράλληλα, ότι ο Σαμαράς μπορεί να προχωρήσει ακόμα και σε εκλογές άμεσα, με τη Χ.Α. υπό απαγόρευση και ανίκανη να κατέβει στις εκλογές, και έτσι να εκμαιεύσει μια νέα πολιτική νίκη έναντι των αντιμνημονιακών αντιπάλων της, με τις δάφνες του «αντιφασίστα».

Όμως, αν συμβεί κάτι τέτοιο, δεν αποδεικνύει ακριβώς ότι οι αντίπαλοί του τού έδωσαν τη δυνατότητα να το κάνει, παραχωρώντας του την «αντιφασιστική» προτεραιότητα;
Πόσο μάλλον δε, αν εμφανιστεί και με μία «μεταμνημονιακή» ρητορεία.
Εξάλλου, ένα αντιμνημονιακό μέτωπο που αφήνει απ’ έξω μία βασική διάσταση, όπως είναι ο πατριωτισμός και η αποτελεσματική –και ταυτόχρονα δημοκρατική– αντιμετώπιση του μεταναστευτικού, αδυνατεί να κατακτήσει την κοινωνική και πολιτική πλειοψηφία.
Σήμερα, λοιπόν, εκλαμβάνει τη συντριβή των φασιστών ως απειλή εναντίον του, ακριβώς γιατί εγκατέλειψε την πρωτοβουλία στους μνημονιακούς.







Πηγή Άρδην Ρήξη

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου